Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Η Πρωτομαγιά μέσα από δυο λαϊκά παραμύθια: Ενάντια σε δύσκολους καιρούς...

                                                      Έργο της Molly Grabapple "Occupy protests"(2012) Museum of Modern Art

Δεν είναι η πρώτη φορα που γίνεται μια τέτοια ανάρτηση, με αφορμή μια Ημέρα ορόσημο. Έρχεται να μας υπενθυμίσει πως πολλά από αυτά που θεωρούνται σήμερα δεδομένα χρειάστηκε μια πολύχρονη διαδρομή μέσα από αντίξοες συνθήκες για να κερδηθούν και να σταθεροποιηθούν. Η πρώτη μέρα του Μαΐου υπήρξε ένα συμβολικό σχετικό ορόσημο σε ετήσια βάση, τόσο για τη σύνδεσή του με τις αναγεννητικές του δυνάμεις και ερμηνείες σε σχέση με τη λειτουργία της φύσης, όσο και με την αντανάκλαση των προσπαθειών της ζωντανής παραγωγικής εργασίας, να διεκδικήσει καλύτερες συνθήκες στην πολύωρη απασχόλησή της για να παράξει τα απαραίτητα προς την επιβίωσή της.  Στόχος ήταν πάντα μια ποιοτικότερη διαβίωση του ανθρώπινου παράγοντα σε ανάλογες υποφερτές συνθήκες τόσο σε επίπεδο προσωπικό-ατομικό όσο και σε συλλογικό-κοινωνικό.
"Τhe path of workers" or "The Fourth Estate" (1898-1901) 
του Ιταλού Giuseppe Pellizza di Volpedo 
(Galeria d' Arte Moderna, Milano)

Με αφορμή τούτη την ξεχωριστή ημέρα για την ποιότητα της ζωής της ζωντανής εργασίας-που βρίσκεται πάντα στο στόχαστρο-αδράξαμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε μια ακόμη σύνδεση της προφορικής λογοτεχνίας των λαών του κόσμου με σύγχρονα επίκαιρα ή διαχρονικά ζητήματα, όπως ήταν, είναι και θα είναι η διαχείριση του χρόνου εργασίας αλλά και η ενότητα στην συμπόρευση των διεκδικητικών αγώνων. Παράλληλα επιλέχτηκαν μια σειρά από ιστορικού χαρακτήρα εικόνες και αφίσες με αναφορά στην επέτειο της Εργατικής Πρωτομαγιάς του 1886 που οδήγησε στην καθιέρωσή της ως ημέρα συμβολικής απεργίας, μνήμης και τιμής για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Παράλληλα έγιναν επίσης συνδέσεις της Πρωτομαγιάς με την νεότερη ελληνική ιστορία.

Τα τρία 8-Οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ανάπαυση, οκτώ ώρες ψυχαγωγία (888) 
από το βιβλίο του Roy Rozensweig "Eight hours of what we will"

Η μηχανή που θα μεγάλωνε τη μέρα (Λιθουανία) 

Πηγή: Δημήτρης Β. Προύσαλης "Παραμύθια λαϊκά ενάντια σε δύσκολους καιρούς: για να συλλογάσαι, να ελπίζεις, να πράττεις" Εκδόσεις ΕΥΜΑΡΟΣ, 1η έκδοση 2017, 2η έκδοση 2020

Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό ζούσε λένε ένας άρχοντας μεγάλος και τρανός. Όλα τα είχε τίποτα δεν του έλειπε. Τα σπίτια του ήταν όσα και τα δάχτυλα των χεριών του και  τα κοπάδια του με ζώα μεγάλα και μικρά έβοσκαν σ’ ολάκερο τον τόπο. Τα χωράφια του απλώνονταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του ανθρώπου και οι αποθήκες του κάθε χρόνο φτιάχνονταν απ’ την αρχή για να χωρέσουν τα καινούργια τα γεννήματα. Μα παρόλο, λένε οι ιστορίες των παλιών, πως όλα του τα έδινε η γης απλόχερα, τούτος ο αφέντης όπως το έχουνε συνήθειο οι αφεντάδες, είχε και μια απληστία που δεν είχε τελειωμό, βαρέλι δίχως πάτο ήτανε, κι όλοι το ήξεραν καλά

            Μια μέρα είπε αυτός του λόγου του να κατέβει στα χωράφια του, να δει πως δουλεύουνε οι υπηρέτες του και πώς τάχα προχωράει η δουλειά τους. Στάθηκε πάνω στο άσπρο του το άλογο, στην άκρη σε έναν βράχο αψηλό κι από κει έριξε τη ματιά του πάνω στη γη. Οι υπηρέτες κείνου του αφέντη δούλευαν σκληρά. Ζύμωναν με το αίμα τους το χώμα και πότιζαν με τον ίδρο τους τα χωράφια του άρχοντα από άκρη σ’ άκρη, από την ώρα που θα σηκώνονταν ο ήλιος, μέχρι την ώρα που πήγαινε αυτός να βασιλέψει πίσω απ’ τα βουνά. Το μάτι του αφέντη γυάλισε, κάτι μέσα του φουρτούνιασε και μουρμούρισε με θυμό: «Άτιμη που είναι η μέρα! Άτιμη και μικρή πανάθεμά της και περνάει γρήγορα! Πώς να σοδειάσουνε οι υπηρέτες μου και πόσο να δουλέψουνε,  αν ο ήλιος με το που βγάζει το κεφάλι του στον κόσμο τραβάει μεμιάς και πάει να κοιμηθεί; Τούτο το κακό πρέπει να αλλάξει!» 

Το χτύπημα της απεργιακής συγκέντρωσης στο Σικάγο στα 1886 από την αστυνομία σε αφίσα της εποχής

Έριξε μια βιτσιά στα καπούλια του αλόγου του, κράτησε σφιχτά τα χαλινάρια του και χύθηκε κατά τον κάμπο. Σε λίγο στέκονταν καταμεσής στα χωράφια του, που δεν είχαν τελειωμό, κι έκαμε νόημα στους ανθρώπους του, να μαζέψουνε μπροστά του τον κόσμο που δούλευε. Σε λίγο όλοι οι εργάτες βρέθηκαν να κοιτάζουν τον άρχοντα.  Ο αφέντης άρχισε τότε να μιλάει και να λέει: «Ακούστε το καλά! Η μέρα είναι θαρρώ πολύ μικρή κι εσείς δεν δουλεύετε όσο πρέπει. Η δουλειά που κάνετε είναι μισή!» Οι εργάτες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και σκούντησαν ο ένας τον άλλον με τρόπο. Ο άρχοντας  δεν είχε το Θεό του! Δεν δούλευαν τούτοι δω αρκετά, που είχαν ξεχάσει τι θα πει καθημερνή και τι θα πει σκόλη; Δεν έλιωναν μέσα στον ήλιο δίχως να σηκώνουν κεφάλι; Ο αφέντης συνέχισε να ξεστομίζει: «Τα γεννήματα που φέρνετε είναι λίγα και η γης δεν περιμένει! Για να δουλέψετε περισσότερο πρέπει να μεγαλώσουμε τη μέρα!»  Οι εργάτες δαγκώθηκαν. Δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους! Τι κουβέντες ήταν τούτες που  έλεγε ο άρχοντας! Πώς θα μπορούσε άραγε κανένας να μεγαλώσει τη μέρα που ήταν απ’ την αρχή του κόσμου ορισμένη να είναι όσο είναι; Ο αφέντης τα είχε χαμένα και τα μάτια του έβλεπαν μόνο χρυσάφι! Ο άρχοντας δεν σταμάτησε και λέει: « Όποιος καταφέρει να κάμει τη μέρα να μεγαλώσει, θα πάρει από μένα ένα μικρό πουγκί χρυσάφι!»

Ένα παλικάρι τότε, λένε, βγήκε μπροστά από τους άλλους, σίμωσε τον άρχοντα, στάθηκε μπροστά του, έβγαλε τον σκούφο του και με το κεφάλι του χαμηλωμένο μίλησε και λέει: «Άρχοντά μου, εγώ θαρρώ πως ξέρω τον τρόπο για να σου μεγαλώσω τη μέρα. Θα σκαρώσω μια μηχανή που να μπορεί να μακραίνει τις ώρες και να κρατάει τη νύχτα μακριά». Ο αφέντης τον κοίταξε καλά μέσα στα μάτια και τον ρωτάει: «Είσαι σίγουρος πως μπορείς του λόγου σου να φτιάξεις τέτοια μηχανή που σου ζητώ;» Ο εργάτης αποκρίθηκε: «Μη σε νοιάζει άρχοντά μου κι εγώ ξέρω! Μονάχα που θέλω να μου φέρεις κάμποσα πράγματα για να την φτιάξω και μερικές μέρες για να θυμηθώ πώς δουλεύει…» «Λέγε, τι θα χρειαστείς, μη χάνουμε καιρό!» είπε με βιάση ο άρχοντας. Ο εργάτης ζήτησε να του φέρουν μια μεγάλη ρόδα από κάρο, ένα μακρύ κομμάτι ξύλο στρογγυλό κι ένα χερούλι από σίδερο. Κλείστηκε σε μια αποθήκη κι άρχισε να βαράει με ένα σφυρί, να καρφώνει και να φτιάχνει σιγά-σιγά τη μηχανή που τάχα θα μεγάλωνε τη μέρα. Πήρε, λένε, τη ρόδα την στερέωσε πάνω στο ξύλο το στρογγυλό, της κάρφωσε στην άκρη και το χερούλι από σίδερο και σαν τέλειωσε έστειλε να φωνάξουν τον άρχοντα. 

Αφίσα με τους οκτώ εργάτες-οι περισσότεροι μετανάστες- που φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν για τα γεγονότα της 
συγκέντρωσης στο Σικάγο

Οι άνθρωποι του αφέντη μάζεψαν ξανά όλους τους εργάτες. Ο άντρας, που ήξερε πώς να μεγαλώσει τη μέρα, έφερε μπροστά στον άρχοντα του τόπου κείνη τη μηχανή. Κοιτάζει ο αφέντης και τι να δει; Τα μάτια του αντίκρισαν ένα πράμα που μονάχα για μηχανή δεν έμοιαζε! «Μα τούτο δω είναι μια ρόδα στεριωμένη πάνω σε ένα ξύλο με ένα χερούλι στην άκρη του!» φωνάζει ο άρχοντας. «Όπως τα λες είναι αφέντη μου. Έτσι μοιάζει με την πρώτη ματιά. Αλλά είναι και μια μηχανή που μεγαλώνει τη μέρα! Μονάχα που έχει ένα μυστικό. Για να μεγαλώσει τη μέρα που θέλεις πρέπει να τη γυρίσεις εσύ ο ίδιος, αλλιώς η μέρα δεν μεγαλώνει κι οι ώρες δεν μακραίνουν, ο ήλιος δεν αργεί να βασιλέψει. Η αλήθεια είναι πως για να δουλέψει πρέπει να τη γυρίσει αυτός που ζητάει να μεγαλώσει τη μέρα και μάλιστα, πρέπει να τη γυρίζει χωρίς διακοπή καμιά, από την ώρα που θα χαράξει η καινούργια μέρα μέχρι την ώρα που ο ήλιος θα πάει του λόγου του να κοιμηθεί…» απαντάει ο εργάτης. Ο άρχοντας, αφού δεν μπορούσε να βρεθεί άλλος τρόπος κανένας, τι να κάνει, συμφώνησε: «Εντάξει! Θα το κάνω εγώ μόνος μου!».

Την άλλη κιόλας μέρα το πρωί, λίγο πριν χαράξει ό ήλιος, οι εργάτες βρέθηκαν ξανά στα χωράφια. Μαζί τους  τώρα ήταν κι ο αφέντης παρέα με τη μηχανή που θα μεγάλωνε τη μέρα. Ετοιμάστηκε και ξεκίνησε να γυρίζει τη μανιβέλα, το χερούλι. Μα λένε οι ιστορίες των παλιών πως το χερούλι ήτανε βαρύ, η ρόδα ήτανε μεγάλη και δύσκολα γύριζε. Ο άρχοντας βάλθηκε στην αρχή να γυρίζει δίχως να σταματάει, μα σε λίγη ώρα, κουράστηκε, η ανάσα του κόπηκε, τα χέρια του πιαστήκανε, η πλάτη του πόνεσε, τα πόδια του δεν τον κρατούσαν κι ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι απ’ το κορμί του και να τον λούζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Έτρεχαν οι υπηρέτες του σπιτιού του να του σκουπίσουνε το μέτωπο, έφερναν πετσέτες και δροσερό νερό να γίνει ο κόπος αλαφρύτερος, μα ο κόπος μήτε σταματούσε μήτε αλάφραινε: Κοίταζε τον ήλιο και γύρναγε τη ρόδα, γύρναγε τη ρόδα και βογκούσε από τη δουλειά, δούλευε και πόναγε το κορμί του, πόναγε το κορμί του και τον έλουζε ο ιδρώτας… Κι αυτός όλο γυρνούσε τη ρόδα, κι η «μηχανή» τάχα δούλευε, μα οι ώρες δεν περνούσαν και το σούρουπο αργούσε να φανεί.

Μα όποιος θέλει να μεγαλώσει τη μέρα, πεισμώνει και δε σταματάει. Έτσι έκαμε κι ο αφέντης κείνου του τόπου μέχρι που έφτασε το σούρουπο κι ο ήλιος άρχισε να χάνεται μακριά πίσω από τα βουνά.  Ο αφέντης τα χρειάστηκε, τώρα είχε τα χάλια του, τα ρούχα ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και λερωμένα, ίσα-ίσα στεκότανε ορθός. Σε μια στιγμή σταματάει, παρατάει τη μηχανή και σωριάζεται χάμω από την κούραση. Ο  άντρας που είχε φτιάξει τη μηχανή τον σιμώνει, σκύβει πάνω από τον αφέντη και τον ρωτάει: «Λοιπόν, άρχοντά μου, πώς σου φάνηκε η μέρα; Μεγάλωσε καθόλου;» Ο αφέντης του τόπου με την ανάσα του να κόβεται αποκρίνεται τότε: «Αν μεγάλωσε λέει; Τελειωμό δεν είχε η άτιμη, ήταν θαρρείς κι οι ώρες είχαν κολλήσει με πείσμα και δεν κυλούσαν. Τούτη δω η μέρα σήμερα μου φάνηκε μεγάλη σαν βδομάδα! Για μια στιγμή νόμιζα πως δεν θα πέρναγε ποτέ! Είναι καλή… η μηχανή σου, δε λέω, αλλά μήπως να πρόσταζα να την γύριζε κανένας άλλος;  Ο εργάτης τότε απαντάει: «Τούτη τη μηχανή, άρχοντά μου, μπορεί να τη γυρίσει ο καθένας, δεν έχει καμιά παραξενιά μήτε και δυσκολία. Μα να ξέρεις έτσι η μέρα δε μεγαλώνει. Μεγαλώνει μονάχα, σαν την κάνει να δουλέψει κείνος, που ζητάει να μεγαλώσει τη μέρα…»

Ο άρχοντας στάθηκε για λίγο δίχως να μιλάει. Μουρμούρισε κάτι μέσα απ’ τα δόντια του κι ύστερα λέει του εργάτη: «Εντάξει! Δεν πειράζει! Αν είναι έτσι όπως τα λες, τότε καλύτερα να αφήσω τη μέρα μικρή, όπως ήτανε του λόγου της από πάντα!» Ο εργάτης απαντάει: «Εντάξει αφέντη μου, κάνε όπως εσύ ορίζεις. Η μέρα μπορεί να μείνει τόση όσο ήταν από την αρχή του κόσμου ορισμένη, μα εγώ να ξέρεις, τη μηχανή που ζήτησες σου την έφτιαξα. Πρέπει να με πληρώσεις για τον κόπο μου!»

Τι να κάνει κι ο άρχοντας; Είχε δώσει υπόσχεση μπροστά σε όλους τους ανθρώπους που του δούλευαν, έπρεπε να κρατήσει το λόγο του… Κι έτσι έζησε ο άρχοντας καλά, δίχως σκοτούρες του ρολογιού, με τη μέρα όπως ήτανε του λόγου της μετρημένη απ’ την αρχή, κι οι εργάτες λίγο καλύτερα…


Ακολουθεί μια ιστορία που προέρχεται από Αισώπειο μύθο, ο οποίος απέκτησε μέσα στο χρόνο αφηγηματική έκταση και γίνηκε λαϊκό παραμύθι με αναγνωρισμένο παραμυθιακό τύπο στη διεθνή παραμυθολογία (ATU 910F), μια ιστορία που συνήθιζε να λέει ο πατέρας μου, βιομηχανικός εργάτης στην Ολλανδία τη δεκαετία του 1960.

Η ιστορία του πατέρα με τα παιδιά που μάλωναν (Ελλάδα-Αίσωπος)

 Πηγή: Δημήτρης Β. Προύσαλης "Παραμύθια λαϊκά ενάντια σε δύσκολους καιρούς: για να συλλογάσαι, να ελπίζεις, να πράττεις" Εκδόσεις ΕΥΜΑΡΟΣ, 1η έκδοση 2017, 2η έκδοση 2020

Λένε οι ιστορίες των παλιών πως μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε έναν τόπο μακρινό ένας πατέρας. Είχε λένε τούτος πολλά παιδιά μα αντί να έχει μεγάλη χαρά μέσα στην καρδιά για τα χέρια τα πολλά που χρειάζονταν οι δουλειές του και να είναι τα παιδιά του ευλογία, αυτός ο πατέρας κάθε μέρα που περνούσε μαράζωνε όλο και περισσότερο και ένα σαράκι του έτρωγε τα σωθικά, κι άλλη έγνοια και σκοτούρα δεν είχε παρά τα παιδιά του. Γιατί λένε πως τούτα τα παιδιά, που κόντευαν πια παλικάρια άλλα μεγάλα κι άλλα πιο μικρά, μάλωναν συνέχεια χωρίς σταματημό κι όλο στενοχώριες κερνούσαν με τα καμώματά τους τον δόλιο τον πατέρα τους.

            Κείνος ο πατέρας, λένε, τι συμβουλές τους έδινε να είναι αγαπημένοι, τι κουβέντες τους έλεγε πως ήτανε του λόγου τους αδέρφια με ίδιο αίμα να κυλάει μέσα στις φλέβες τους, τι να τους μιλάει πότε άγρια και πότε με γλύκα, τι να τους δίνει συμβουλές. Δεν μπορούσε με τόπο κανένα να κάμει καλά τα παιδιά του που μάλωναν κάθε μέρα σαν τα θεριά. Κι όλο φώναζαν ο ένας στον άλλο, κι όλο αρπάζονταν μεταξύ τους, πότε με τα λόγια και πότε με τα χέρια, κι ο πατέρας τους να μην ξέρει πώς να τα κάμει να μονιάσουν μεταξύ τους.

Παλαιστινιακή αφίσα για την Πρωτομαγιά του 1981 
από την P. L. O (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης)

Μια μέρα, αφού κατάλαβε πως τα παιδιά του δεν έπαιρναν από λόγια, πιάνει τα φωνάζει μπροστά του και τους λέει: «Ακούστε να σας πω. Θαρρώ πως στέρεψαν οι κουβέντες και σώθηκαν οι ορμήνιες. Όμως βλέπω πως μυαλό δεν βάζετε και πάει ο λόγος μου χαμένος κι εγώ τούτο το κακό να τρώγεστε-αδέρφια πράμα-άλλο δεν το αντέχω. Σήμερα πήρα την απόφαση να σταματήσω μια και καλή τον καβγά που πληγώνει όλη την οικογένεια, κι εσάς που δεν το καταλαβαίνετε κι εμένα που το νιώθω στο πετσί μου. Γι’ αυτό το λοιπόν θέλω να πάτε μέχρι εδώ παραπέρα στο δάσος και να μαζέψετε βέργες και ξύλα λεπτά, από ένα ο καθένας σας, και να μου τα φέρετε. Κι ύστερα θα σας πω τι θα γενεί…

            Τα αδέρφια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, μα αφού γλίτωσαν τις συμβουλές ήταν να αρνηθούν; Τράβηξαν λίγο πιο πέρα, έξω απ’ το χωριό και βρέθηκαν στο κοντινό δάσος που απλώνονταν μέχρι τα ριζά του βουνού. Εκεί έψαξαν και βρήκαν βέργες και ξύλα λεπτά και αφού διάλεξε ο καθένας τους από μια βέργα, ένα ραβδί πήραν το δρόμο που πήγαινε για το χωριό.  Βρέθηκαν ξανά μπροστά στον γέρο πατέρα τους που τους περίμενε να φανούν. 

     Ιστορική φωτογραφία της μάνας του αυτοκινητιστή Τάσου Τούση που δολοφονήθηκε ανάμεσα σε δώδεκα συνολικά       νεκρούς από τη Χωροφυλακή στα γεγονότα του Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη, φωτογραφία που ενέπνευσε τον         Γ. Ρίτσο να γράψει το ποίημα Επιτάφιος ( "Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω...")
 

Ο πατέρας είδε τα παλικάρια του να έρχονται με κείνα τα ξύλα που τους ζήτησε και σαν εκείνα σίμωσαν τους λέει: «Τώρα θέλω να κάμετε με το ραβδί του καθενός ένα δεμάτι, να τα βάλετε όλα μαζί και να τα δέσετε σφιχτά μαζί…» Τα παιδιά του γέρου έκαμαν αυτό που τους ζήτησε ο πατέρας τους και σε λίγο μπροστά στα πόδια τους βρισκόταν ένα δεμάτι από τα ραβδιά ολωνών. «Ποιος από σας μπορεί να σπάσει τούτο το δεμάτι;» Βγήκε, λένε, μπροστά ο μεγαλύτερος, πιάνει το δεμάτι δοκιμάζει να το λυγίσει, μα αυτό τίποτα! Παίρνει τώρα το δεμάτι στα χέρια του ο δεύτερος που λογίζονταν απ’ όλους ο πιο δυνατός, πάει να το λυγίσει μα το δεμάτι δεν έπαθε τίποτα! Ήρθε η σειρά του τρίτου που είχε μπράτσα από σίδερο. Πιάνει το δεμάτι, χαμογελάει για μια στιγμή, κάνει μια έτσι, να λυγίσει το δεμάτι με τα ραβδιά, μα το δεμάτι δεν ελύγιζε. Δοκίμασε κι ο τέταρτος που πάντα κοκορεύονταν μα έγινε ρεζίλι.  Ο πέμπτος κοίταξε καλά-καλά το δεμάτι, το πιάνει, το σηκώνει λίγο στο πλάι, βάζει επάνω το πόδι του να το λυγίσει μα κόντεψε ο ίδιος να τσακιστεί. 

          Χαρακτικό του Τάσσου για την Πρωτομαγιά του 1944 όταν 200 πατριώτες-οι περισσότεροι μέλη του ΚΚΕ
και του ΕΑΜ- εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 

Κανένα από τα παλικάρια του πατέρα δεν κατάφερε να σπάσει το δεμάτι. Παίρνει τώρα ο γέρος το δεμάτι με τα ραβδιά, το λύνει και λέει στα παιδιά του: «Πάρτε τώρα ο καθένας από ένα ραβδί στο χέρι και σπάστε το!» Παίρνουν τότε τα παιδιά από ένα ραβδί κάνουνε ένα «τσακ!» και το σπάνε μεμιάς σε δυο κομμάτια. Γυρίζει τότε ο πατέρας τους και λέει: «Να το θυμάστε τούτο που έγινε σήμερα: Όπως σπάσατε εύκολα ο καθένας το ραβδί του, έτσι αν είστε χωριστά και μαλώνετε μεταξύ σας θα μπορεί αυτός που θέλει το κακό σας να σας βλάψει. Αν όμως είστε όλοι ενωμένοι κανένας δε θα μπορέσει να σας κάμει κακό, όπως κανένας σας δεν μπόρεσε να σπάσει μήτε να λυγίσει όλα τα ραβδιά μαζί από το δεμάτι…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου