Η στάση των πολιορκημένων που έφερε και την ποιητική εξύμνηση του Διονυσίου Σολωμού στα Σχεδιάσματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, αποτελεί μια ξεχωριστή στιγμή, ανάμεσα στις τόσες άλλες του ελληνικού λαού στην αιματοβαμμένη πορεία του για την πολυπόθητη Ελευθερία.
Παρακάτω αναφέρονται ορισμένες-επιλεγμένες-ιστορίες που περιλαμβάνονται στην έκδοση (Οι τίτλοι είναι του γράφοντα).
«Η γλώσσα» των όπλων
Την 1η
Ιανουαρίου 1826, μετά από κάμποσους μήνες μάχες και πολιορκία της πόλης, ο
πασάς της Αιγύπτου, ο Ιμπραήμ, έστειλε ξανά μήνυμα για διαπραγματεύσεις στους
πολιορκημένους του Μεσολογγίου. Τους ζήτησε να στείλουν για τις συναντήσεις
ανθρώπους, που να ξέρουν και να μπορούν να μιλούν αλβανικά, τούρκικα και
αγγλικά. Για να μη φοβηθούν να πάνε στο ορδί* του, πρόσφερε μάλιστα ως εγγύηση
όσα ρεχέμια** ήθελαν να ζητήσουν. Οι Έλληνες του Μεσολογγίου απάντησαν λακωνικά
με τις εξής φράσεις: «Είμαστε αγράμματοι και δεν ξέρουμε τόσες γλώσσες. Εμείς
πασάδες δεν αναγνωρίζουμε κανέναν. Αλλά η μόνη γλώσσα που ξέρουμε είναι να
μεταχειριζόμαστε το σπαθί και το ντουφέκι…»
*ορδί: στρατόπεδο, **ρεχέμια: όμηροι
Τζ. Φίνλευ Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως
Τα
δυο πόδια και το δώρο που δίνει δύναμη
Όταν ήταν έτοιμοι οι Τούρκοι του Ρεσίτ πασά να κάνουν έφοδο στο Μεσολόγγι, ο απεσταλμένος του, Ταϊραγάς Αμπάζης, για συνθήκη παράδοσης που ζητούσε να επιτρέψουν στον Κιουταχή να πάρει δύο προμαχώνες και να βάλει πεντακόσιους άντρες του μέσα στην πόλη, είπε πως ο Ρεσίτ είχε ήδη το ένα του πόδι μέσα στην πόλη. Οι πολιορκημένοι τού αποκρίθηκαν, να μην ελπίζει,πως θα του παραδώσουν το Μεσολόγγι, παρά να φροντίσει να βάλει και το άλλο του πόδι μέσα, αν θέλει να το πάρει. Ο Ρεσίτ διάλεξε τον Ταΐραγα που γνώριζε τους Σουλιώτες της φρουράς από τους πολέμους με τον Αλή Πασά και θαρρούσε πως μπορούσε να τους αλλάξει γνώμη και να τους επηρεάσει, να παραδοθούν με δώρα κι υποσχέσεις. Ο στρατηγός Λάμπρος Βέικος όμως έστειλε γράμμα στον απεσταλμένο με την απόφασή τους, πως αν παρέδιδαν το Μεσολόγγι θα ξέπεφταν στα μάτια των αντιπάλων τους αλλά δε θα έβρισκαν τόπο να σταθούν, αφού για τέτοια ατιμωτική πράξη θα έχαναν φίλους και συγγενείς. Μαζί με το γράμμα έστειλε και τέσσερις μποτίλιες ρούμι. «Να τις δώσεις στους μπαϊρακτάρηδές σου-τους σημαιοφόρους, για να έχουν μεγαλύτερη τόλμη και να μη φοβούνται όταν θα κάνουν την έφοδο..» του έγραφε
Σπυρομίλιου Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου 1825-1826
Ατάραχες Μεσολογγίτισσες
Λένε πως όταν πολιορκούνταν το Μεσολόγγι, οι
γυναίκες της πόλης έδειξαν αδιαφορία
απίστευτη και θαυμαστή στις μπάλες των Τούρκων και στα βόλια, που έπεφταν μέσα
στην πολιτεία κάθε τόσο. Μια Μεσολογγίτισσα είχε βγει στο παραθύρι της, να
τινάξει το σεντόνι της. Την ώρα που το τίναζε, στα ξαφνικά ένα βόλι χτυπά το
σεντόνι και το τρυπάει. Η γυναίκα ατάραχη
τότε ξεφωνίζει: «Να, κακό χρονο να ’χεις και μαύρο, Αγαρηνέ! Μου
τρύπησες καινούργιο σεντόνι!» Μια άλλη πάλι, η Ελένη Στάθη, έτυχε να γυρίζει
στο σπίτι της και κουβαλούσε πάνω στο κεφάλι της, τη βαρέλα της γεμάτη με νερό.
Στα ξαφνικά μια μπάλα εχθρική, κομματιάζει τη βαρέλα, χωρίς να βλάψει την
γυναίκα. Μόνο που γίνηκε μούσκεμα από το νερό, που χύθηκε πάνω της. Η
Μεσολογγίτισσα χωρίς να ταραχτεί από τον κίνδυνο που την απείλησε, γυρίζει,
κοιτάζει τη σπασμένη βαρέλα της, που είχε πέσει κάτω και λέει: «Μπα, κακό χρόνο
να ’χεις για μπάλα, εσύ κι εκείνος που σ’ έριχνε! Και δεν έχω άλλη βαρέλα και τι θ’ απογίνω…!»
Τάκης Λάππας: Ιστορικά Ανέκδοτα 1762-1850
«Τούρκοι, από δω είν’ το Μεσολόγγι!»
Όταν
ήρθε ο στρατός του Ιμπράημ, οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί του έκαναν κάθε μέρα γυμνάσια στην αναρρίχηση σε
τείχη και στις εφόδους. Οι άντρες της Φρουράς του Μεσολογγίου που καταλάβαιναν
τα σκοπό τους, αντί να τρομάζουν έβαζαν τα γέλια και πολλές φορές τους
περιφρονούσαν. Μια μέρα πάνω απ’ τα τείχη της Φρουράς, μερικοί στρατιώτες παρατηρούσαν με προσοχή το
τούρκικο στρατόπεδο. Ξαφνικά ακούνε ένα τύμπανο να χτυπά, βλέπουν τους Άραβες να βγαίνουν από τις
σκηνές τους, να μπαίνουν σε σειρές κι οι Γάλλοι αξιωματικοί τους να τους
πηγαίνουν παραταγμένους σαν σε μάχη σε ένα πύργωμα του Κιουταχή προς το βουνό
Αράκυνθος και να πυροβολούν. Κάμανε γυμνάσια σαν να επιτίθονταν τάχα στο Μεσολόγγι,
στην αρχή πυροβολούσαν το πύργωμα κι ύστερα σαν έφτασαν κοντά, όρμησαν, έτρεξαν
ν’ ανέβουν και ύψωσαν σημαίες πάνω του.
Ένας Ηπειρώτης που δεν έτυχε ποτέ του να δει τακτικό στρατό, έβαλε με το μυαλό
του πως ο εχθρός τράβηξε σε λάθος μεριά και τους φωνάζει με όλη του τη δύναμη:
«Εεε, Τούρκοι! Λάθος έχετε! Το Μεσολόγγι είναι κατά δω, όχι κατά κει που
τραβάτε!»
Αύγουστος Φαμπρ, Η πολιορκία του Μεσολογγίου. (Μτφ.Ακακία Κορδόση)
Μπόμπες για γέλια και
βρισιές
Ο Μήτσος Κοντογιάννης, ο Νικόλας Στουρνάρας κι ο
Αντρέας Ίσκος μαζί με τον Κασομούλη κάθονταν στη σκιά μιας χαμηλής καλύβας, που
μόλις τους χώραγε. Ανάμεσά τους πέφτει
σε μια στιγμή μια μπόμπα ριγμένη από τις πολλές, που έριχναν σαν βροχή κάθε
μέρα οι Τούρκοι. Δεν ταράχτηκε κανένας τους, παρά πρόσμεναν την τύχη τους, άμα τούτη
θα έσκαγε. Σαν από θαύμα όμως ,το φιτίλι της παύει να καίει, και ο κίνδυνος
πέρασε. Όλοι γέλασαν τότε, γιατί
θάρρεψαν πως ήταν του λόγου τους χαμένοι… Μια μπόμπα όμως από κείνες τις
πολλές, τις μικρές, έπεσε κοντά σε έναν αγωνιστή που τον έλεγαν Γιάχο. Έπεσε
τούτη μέσα στο σπίτι του, την ώρα που ο άντρας στούμπιζε την αλιάδα, τη
σκορδαλιά του στο γουδί του. Το φιτίλι της ακόμα έκαιγε κι ήταν έτοιμη από
στιγμή σε στιγμή να σκάσει. Αυτός, χωρίς να σταματήσει να φτιάχνει τη σκορδαλιά
του, κάτι μουρμουρίζει βρίζοντας μέσα από τα δόντια του και την κλοτσά με το
ποδάρι του με πολλή αδιαφορία. Η μπόμπα κυλά λίγο πιο πέρα και σκάζει, χωρίς
όμως ο Γιάχος να πάθει τίποτε. Τότε αυτός ξεκαρδίζεται στα γέλια και της φωνάζει «πουτάνα!». Ύστερα συνέχισε
ατάραχα να τελειώσει τη σκορδαλιά του…
Νικόλαος Κ. Κασομούλης Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833 τομ. Β΄
Οι Γελεκτζήδες
Στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου δεν πολέμησαν
μονάχα άντρες πολεμιστάδες ξεχωριστοί. Πολέμησαν μαζί με τους μεγάλους και μια
παρέα από παλικαράκια του Μεσολογγίου από 12 ως 16 χρονώ με το δικό τους τρόπο.
Δεν φόραγαν κάπα μάλλινη στην πλάτη, για να μην τους βαραίνει, παρά μονάχα το
γιλέκο τους, όπως έκαναν κάθε φορά οι Σουλιώτες στα γιουρούσια τους κι οι
άντρες του Καραϊσκάκη, σαν έπεφταν με τα σπαθιά τους πάνω στους Τούρκους. Γι’
αυτό ο κόσμος τούτα τα παιδιά τα φώναζε Γελεκτζήδες. Πολεμούσαν με τρόπους
πολλούς κι ας μην κρατάγαν γιαταγάνι, καριοφίλι και μπιστόλες. Πέταγαν πέτρες
και χτύπαγαν τους Τούρκους στα γιουρούσια τους σαν τούτοι σίμωναν στους
προμαχώνες. Άλλες φορές κουβάλαγαν νερό από μια απόμερη πηγή γλιστρώντας
ανάμεσα στα εχθρικά τσαντήρια, κι άλλοτε μάζευαν τα βόλια του εχθρού και τα
έδιναν στη Φρουρά που τα έλιωνε κι έκανε πυρομαχικά απ’ την αρχή. Κάθε φορά που
έπεφταν οι μπόμπες των Τούρκων μέσα στην πόλη, τις άρπαζαν και τις ξαναπετούσαν
στους Τούρκους κι άλλες φορές έπεφταν πάνω τους και τράβαγαν το φιτίλι προτού
σκάσει και γίνει το κακό. Τα πιο μικρόσωμα παιδιά γίνονταν ταχυδρόμοι, πέρναγαν
στα κρυφά μέσα από το ορδί του εχθρού και κουβάλαγαν γράμματα και νέα στους έξω
καπεταναίους. Άλλα παιδιά, λίγο μεγαλύτερα πολεμούσαν στις ντάπιες μαζί με τους
μεγάλους, γέμιζαν τα ντουφέκια με βόλια, τους πήγαιναν νερό, να ξεδιψάσουν οι
πολεμιστάδες της Φρουράς κι άλλες πάλι φορές έκαμαν γιουρούσια στο εχθρικό
στρατόπεδο στα κρυφά σε μέρες με βροχή και με αέρα. Δεν λείψαν οι φορές που
έπλεαν στα κρυφά τις νύχτες πάνω στα αλαφριά λαντσόνια* τους μέσα στη
λιμνοθάλασσα για να χτυπήσουν τα τούρκικα πλεούμενα. Παλικαρόπουλα, σωστά θεριά
κείνα τα παιδιά δε φοβήθηκαν το θάνατο.
*λαντσόνια: είδος μικρού ελαφρού πολεμικού πλοίου
Κωνστ. Πετρόπουλος, Σκηνές Εθνικού Μεγαλείου από τις Πολιορκίες και την Έξοδο του Μεσολογγίου και Τάκης Καπώνης, Γελεκτσήδες οι Σκύμνοι της Φρουράς
Πώς ένα παιδί δώδεκα χρονών έσωσε το Μεσολόγγι
Στο τείχος του Μεσολογγίου υπήρχαν πόρτες κρυφές και
φανερές κι όλες φυλάγονταν ή ήτανε κλεισμένες καλά, από τον φόβο των Τούρκων.
Έτυχε σε μια πόρτα μυστική, ο σκοπός που τη φύλαγε, να έχει τραυματιστεί βαριά
σε έναν αιφνιδιασμό των Τουρκαλβανών και τούτος πάλευε με το ντουφέκι του να
κρατήσει τη θέση του, αλλά τη ίδια στιγμή καλούσε σε βοήθεια. Ένας Τουρκαλβανός
τον είχε σιμώσει, είχε σταθεί από πάνω του κι ετοιμαζόταν να τον σκοτώσει, και
ν’ ανοίξει δρόμο να μπουν οι δικοί του μέσα στην πολιτεία. Κοντά σε κείνη την
κρυφή πόρτα, ήταν το σπίτι του μικρού Γιώργου Χρήστου Άρτη. Ο πατέρας του ήταν
λαβωμένος βαριά κι ο μικρός βρισκόταν στο σπίτι του. Σαν το 12χρονο παλικαράκι
άκουσε τις φωνές του σκοπού, που φώναζε βοήθεια, αρπάζει μεμιάς το όπλο του
πατέρα του και τρέχει να βοηθήσει τον φρουρό. Σημαδεύει και πυροβολεί και
ρίχνει με τα βόλια του νεκρό τον Τουρκαλβανό. Οι άλλοι Τούρκοι υποχώρησαν μέσα
σε σύγχυση και τράπηκαν σε φυγή. Σαν έφτασαν κι οι υπόλοιποι της Φρουράς, ασφάλισαν καλύτερα την κρυφή
πόρτα κι έτσι το Μεσολόγγι σώθηκε. Σαν ο
μικρός γύρισε στο σπίτι του έτρεξαν όλοι να τον αγκαλιάσουν, έδωσε την
τελευταία χαρά στον πατέρα του που τον καμάρωσε. Το κατόρθωμα του μικρού
γκάρδιωσε πιότερο τους μεγάλους κι από κείνη τη μέρα λογιζότανε κι αυτός
πολεμιστής, καθώς πήρε το πόστο του πατέρα του ανάμεσα στους άντρες της
Φρουράς.
Κωνστ. Πετρόπουλος, Σκηνές Εθνικού Μεγαλείου από τις Πολιορκίες και την Έξοδο του Μεσολογγίου και Τάκης Καπώνης, Γελεκτσήδες οι Σκύμνοι της Φρουράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου