Η αναζήτηση στον ατέλειωτο και ανεξάντλητο κόσμο του διαδικτύου, μού έφερε πριν από αρκετά χρόνια μια μικρή αποκάλυψη και ταυτόχρονα ένα δώρο, που διαπίστωσα πως προκάλεσε ενδιαφέρον στις παλαιότερες αναρτήσεις μου. Πρόκειται για υλικό παραμυθιακό, αναρτημένο από το 2010 με πάνω από 44.800 προβολές, υπό την αναφορά Metamorphoses project (Πρόγραμμα "Μεταμορφώσεις"), που αφορά στην προφορική αφήγηση του λαϊκού παραμυθιού της Σταχτοπούτας (με ταξινομικό αριθμό στον Διεθνή Κατάλογο Κατάταξης ΑΤU 510A, στην κατηγορία των Μαγικών Παραμυθιών). Αφηγήτρια είναι η κυρία Δήμητρα, τσιγγάνα από τον καταυλισμό της Νέας Αλικαρνασσού Ηρακλείου Κρήτης. Δυστυχώς δεν υπάρχουν δημοσιευμένες άλλες πληροφορίες ή λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να φωτίσουν περισσότερο το πλαίσιο της αφηγηματικής σύμβασης, την προέλευση της ιστορίας, ή την αφηγήτρια, παρά μόνο η οπτική καταγραφή και ο γεωγραφικός τόπος.
Για όσους ασχολούνται με τη μελέτη των ελληνικών παραμυθιών, μπορεί να διαπιστωθεί πως η αφήγηση του παρόντος παραμυθιού "Η Ταχτομπούρα", ανήκει στον κύκλο των σχετικών αφηγήσεων του ελληνόφωνου κόσμου, του ελληνικού δηλαδή πολιτισμικού κύκλου, όπως φαίνεται από τα παρακάτω στοιχεία:
Οι αφηγήσεις της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης αναφέρονται στην υπόθεση μέσα σε ένα πλαίσιο ενδοαδερφικής αντιζηλίας ή ορφάνιας της κεντρικής πρωταγωνίστριας, όπου υπό την παρέμβαση ενός καλού πνεύματος αποκτά τη δυνατότητα να πάει μεταμορφωμένη σε έναν χορό στο παλάτι. Εκεί την ερωτεύεται το βασιλόπουλο, αυτή ξεφεύγει και εκείνος την αναζητά με τη γνωστή κατάληξη μέσω της ταυτοπροσωπίας που εγγυάται ένα χαμένο παπούτσι. Το χαμένο υπόδημα αποτελεί στοιχείο πανάρχαιο το οποίο αναφέρεται ήδη από τον Στράβωνα και τον Αιλιανό, που μιλούν για την κόρη Ροδόπιδα, που παίρνοντας μια μέρα το μπάνιο της στον Νείλο, χάνει το σαντάλι της από έναν αετό, ο οποίος το αρπάζει από τις όχθες και το πετά μπροστά στα πόδια του φαραώ Ψαμμήτιχου της Αιγύπτου. Αυτός εντυπωσιάζεται από την ποιότητα της κατασκευής και αναζητά την κάτοχό του με σκοπό να την παντρευτεί.
Εδώ η αφήγηση της κυρίας Δήμητρας "Ήτανε μια βολά..." ακολουθεί τον βασικό δρόμο των ελληνικών οικοτυπικών παραλλαγών, όπου δεν υπάρχει νονά νεράιδα της Δύσης, αλλά ο θάνατος της μάνας, κεντρικό στοιχείο που σηματοδοτεί τη στάση της Σταχτοπούτας και την ποιότητά της συγκριτικά με τις υπόλοιπες αδερφές της, γεγονός που της προσφέρει τα δώρα της μάνας. Απουσιάζει το σύνηθες πανελλήνια κανιβαλικό στοίχημα των αδερφών με τη μητέρα-να χάσει όποιος του κοπεί η κλωστή του γνεψίματος και να φαγωθεί από τους άλλους- αλλά αναφέρεται ο θάνατος της μητέρας και ο μεταθάνάτιος κανιβαλισμός των τριών αδερφών-από τις συνολικά τέσσερεις όπως αναφέρει η αφηγήτρια. Η "Ταχτοπούρου" που με διορθωτική παρέμβαση έγινε "Ταχτομπούρα", αρνείται να φάει από τη μητέρα της προβαίνοντας σε δήλωση "Εγώ μανούλα μου δε σε τρώω", αλλά μαζεύει τα κόκαλά της και τα θάβει. Στον τάφο της μητέρας η Ταχτομπούρα βρίσκει καρπούς (καρύδι κλπ) με τα πολύτιμα δώρα της μεταμόρφωσης (χρυσό άλογο, χρυσή αλλαξιά και χρυσές παντόφλες-στοιχείο ενδυματολογικό των τσιγγάνων) και πηγαίνει σε δημόσια κοινωνική εκδήλωση-γάμο, όπου ακόμη κι οι αδερφές της δεν την αναγνωρίζουν. Στις ευρωπαϊκές παραλλαγές γίνεται χορός στο παλάτι, στις περισσότερες ελληνικές -στα ελληνικά αρχεία πάνω από 270 παραλλαγές- η δημόσια εμφάνιση της Σταχτοπούτας πραγματοποιείται στην εκκλησία την Κυριακή. Η συνέχεια είναι γνωστή με την παντόφλα που χάνεται- εδώ πέφτει στο νερό όταν το άλογο σταματά να ποτιστεί- και την αναζήτηση που φέρνει το βασιλόπουλο στο σπίτι, το κοφίνι όπου είναι κρυμμένη η Ταχτομπούρα, το τσίμπημα με το βελόνι, τη σεμνότητά της που αρνείται αρχικά να δοκιμάσει την παντόφλα για να μην τη λερώσει, και τη δοκιμή του παπουτσιού που της πηγαίνει, όπως αναφέρεται "κούπα κούπα" στο βίντεο, δηλαδή της ταιριάζει τέλεια και απόλυτα.
Η αφηγήτρια είναι ανοιχτή επικοινωνιακά στον οικειακό περίγυρο που κάνει φασαρία, Είναι "μέσα" και ταυτόχρονα "Εξω" από την αφήγηση, ακούει τις αρχικές παρεμβολές περί Σταχοπούτας και διορθώνει το δικό της "Ταχτομπούρου" σε "Ταχτομπούρα", κρατά τη συνέχεια της ροής-ενώ υπονομεύεται αρκετά. Δημιουργεί ηχητικές εικόνες, εκφράζει την άποψή της, κάνει περάσματα χρονοτοπικά στη ροή της δράσης, επεξηγεί εν μέσω αφήγησης στην ακροάτριά της για να μπορεί να την ακολουθεί νοηματικά, ενσωματώνει αυτό που συμβαίνει με την απεύθυνση στο μικρό παιδί που ζητά τη μπάμπου, και ακούει τις νύξεις των άλλων που παρεμβαίνουν στην αφήγηση για να εξηγήσουν στην καταγράφουσα τι ακριβώς γίνεται. Κλείνει λέγοντας: "Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλά" μια επαναφορά στη ρεαλιστική πραγματικότητα χωρίς τις παραμυθιακές υπερβολές.
Καλό μήνα και καλύτερο καλοκαίρι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου