Ήμουνα μικρό παιδί στο δημοτικό σχολείο, όταν ο πατέρας μου συνήθιζε κάποιες Κυριακές να με κρατά από το χέρι και να περπατάμε πιασμένοι χέρι-χέρι κάνοντας σεργιάνι στο Μοναστηράκι. Σε αυτές τις βόλτες μας ανάμεσα από πλανόδιους πουλητάδες και υπαίθριους πάγκους, μέσα στα σοκάκια και στα παλιατζίδικα, αντίκριζα- όπως τώρα εκτιμώ-προσωπικές ιστορίες και οικογενειακές διαδρομές κρυμμένες καλά μέσα στη σιωπή των αντικειμένων και τη μορφή-φόρμα του υλικού τους. Παλιές φωτογραφίες άγνωστων μορφών, καρτ ποστάλ ξεφτισμένων ευχών και προβολών, μπακιρένιους μύλους του καφέ, κράνη από τις τραγωδίες των πολέμων, σερβίτσια από τραπέζια που απώλεσαν παρέες, πίνακες για την αισθητική των πολλών, κουστούμια άδεια από σώματα, χαρτονομίσματα χρεωκοπημένων κοινωνικών συναλλαγών, παλιά βιβλία με τη ματαίωση της τρέχουσας-της εποχής τους απαξίωσης, έπιπλα μεμονωμένης οικιακής αποδιάρθρωσης και τόσα άλλα που ανασκαλίζει η μνήμη. Ανάμεσα σε όλα τούτα θυμάμαι κάδρα με κεντήματα ευχετικά για το προϋπάντισμα της νέας μέρας -"Καλημέρα"- και σπανιότερα, άλλα παράξενα με φράσεις δυσνόητες κι αινιγματικές όπως "Κι αυτό θα περάση" -κρατώ την ορθογραφία της εποχής. Το τελευταίο πάντα με έβαζε σε μια δοκιμασία αποκρυπτογράφησης των αναδυόμενων μηνυμάτων, που με το παιδικό μου μυαλό τότε δε μπορούσα να συλλάβω, παρόλο που πολύ βασανιζόμουν, μπαίνοντας σε μια σειρά από αναπάντητα ερωτήματα, τα οποία οδηγούσαν στο ίδιο αδιέξοδο: Τι είναι αυτό που θα περάσει; Από πού θα περάσει; Πότε θα περάσει; Γιατί θα περάσει; Θα σταθεί; Γιατί να φύγει και πού θα φτάσει;
Οι παιδικές απορίες έμειναν αναπάντητες και αντικαταστάθηκαν από άλλες στην πορεία μύησης στη ζωή που η ίδια κάθε φορά προκαλούσε, μέχρι που με αφορμή μια μαθητεία αφήγησης-περίπου τριανταπέντε χρόνια αργότερα-ανακάλυψα το χαμένο από καιρό και ξεχασμένο ερέθισμα της βασάνου της παιδικής μου ηλικίας, τούτη τη φορά κρυμμένο ως καταληκτικό μήνυμα στην ιστορία από τα μέρη της ανατολής που ακούστηκε από πρόσωπο πολύ αγαπημένο. Από κείνη τη στιγμή, δέκα χρόνια πριν, άρχισα να αφηγούμαι τούτη την ιστορία-βάλσαμο στις δύσκολες στιγμές του κόσμου τις προσωπικές μα και συλλογικές της κοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα αποτελώντας και αφηγηματικό "σώμα" για βαθύ αναστοχασμό, γιατί ο άνθρωπος είναι πλάσμα που εύκολα ξεχνά. Ξεχνά πως είναι περαστικός από τον κόσμο, πως όσα ζει έχουν ένα ισχυρό στοιχείο παροδικότητας-τόσο τα θετικά που συχνά τον "αποκοιμίζουν" όσο και τα αρνητικά που τον φέρνουν μπροστά σε αρνητικότητες που καλείται να αντιμετωπίσει.
Ελπίδα στο παρόν και μνήμη για το μέλλον μας κληροδοτεί η παρούσα συνθήκη, μα εγώ δε θέλω να καταθέσω μια ακόμη σοφία που πιθανά γρήγορα θα ξεχαστεί ή άμεσα θα κριθεί από τους αυτόκλητους επαϊόντες της ταχείας δικαιοκρισίας. Θα παραθέσω μια ιστορία που θα ακούγεται διαχρονικά-ακούστηκε στο χτες όταν δοκιμάζονταν οι παλιότεροι στις λαίλαπες της δικής τους εποχής, ακούγεται σήμερα στην παρούσα συνθήκη και ευελπιστεί να ακούγεται στις ελλοχεύουσες δυσκολίες των καιρών που θα φανούν από ανθρώπους που ίσως ποτέ μας δε γνωρίσουμε. Ο αφηγητής όμως μιλά για όσα ζει στην εποχή του και οφείλει να τοποθετηθεί με τον τρόπο που επιλέγει και γνωρίζει καλύτερα, αφού μπαίνει στο κέντρο του λόγου και έχει συνείδηση μα και την ευθύνη των λόγων του, ακόμα κι όταν μιλά μέσα από το λόγο του συλλογικού φανταστικού, με ιστορητικές προσομοιώσεις πλασματικές και μυθοπλαστικές-τα λαϊκά παραμύθια- από τον κόσμο του χτες, για όλους για πάντα.
Τα λαϊκά παραμύθια τα λες με την καρδιά ανοιχτή και μονάχα με τέτοια καρδιά μπορείς να τα ακούσεις, η λογική είναι άλλης κατάστασης αναγκαίο μέσο προσέγγισης.
«Κι αυτό
θα περάσει» (Μέση Ανατολή)
Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό, ήταν και δεν ήταν, κι άμα δεν ήταν εμείς δε θα μιλάγαμε γι’ αυτό, ήταν λέει στα μέρη της Ανατολής ένας βασιλιάς. Λένε οι παλιοί πως διαφέντευε του λόγου του αυτός έναν τόπο που απλωνόταν απ’ τη θάλασσα μέχρι τα πιο ψηλά βουνά που ανθρώπου πόδι δεν είχε περπατήσει. Κι ήτανε λέει άνθρωπος που ποτέ του δεν αδίκησε κανέναν, κι είχε πάντα να δώσει στον κόσμο συμβουλές από κείνες που διορθώνουνε τα λάθη, κι από αυτές που σε οδηγούνε στη ζωή. Λένε πως μπορούσε αυτός να μιλάει με τους αγγέλους κι είχε στο χέρι το δεξί ένα δαχτυλίδι που κυριαρχούσε στους δαιμόνους. Όλοι είχαν ακούσει για κείνη τη φορά που στάθηκαν μπροστά του δυο γυναίκες που θέλαν λέει κι οι δυο τους το ίδιο παιδί. Κι εκείνος έδωσε τη λύση που τους έπρεπε...
Μια μέρα έλαχε αυτός ο βασιλιάς να κάνει τη βόλτα του στους κήπους του παλατιού. Την ώρα που περπατούσε κοντά σε κάτι δέντρα άκουσε κουβέντες πίσω από μια αγκαλιά θάμνους. Στάθηκε για λίγο να ακούσει καλύτερα, μα τι το ’θελε; Οι κουβέντες που έφτασαν στα αυτιά του, καλύτερα, λένε, να μην έφταναν. Γιατί δεν ήταν μονάχα τα λόγια που κάποιος είχε ξεστομίσει. Ο βασιλιάς κατάλαβε απ’ τη φωνή πως αυτός που μιλούσε ήταν ο καλύτερός του φίλος. Είχαν μεγαλώσει μαζί από μικροί, είχαν τους ίδιους δασκάλους, έπαιξαν παρέα τα ίδια παιχνίδια και τώρα τον είχε υπασπιστή και μπιστικό του. Μα οι κουβέντες που ακούστηκαν έκοβαν πιότερο κι από μαχαίρια. «Αν δεν ήμουνα εγώ, ο βασιλιάς δε θα είχε καταφέρει τίποτα μονάχος του, κι ό,τι έκαμε στη δική μου το βοήθεια το χρωστάει...»
Ο βασιλιάς γύρισε στο παλάτι κι έπεσε σε συλλογισμό μεγάλο. Κάμποσες μέρες αργότερα στέλνει τους ανθρώπους του να φωνάξουν τον υπασπιστή του. Ο άντρας μπήκε στη μεγάλη σάλα που ήτανε ο θρόνος. Κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος κείνη τη μέρα, υπηρέτες, αυλικοί κι αξιωματούχοι παρέα με τη δωδεκάδα του μεγάλου άρχοντα κι άνθρωποι ξεχωριστοί μίλαγαν μεταξύ τους. Ο βασιλιάς κοίταξε κατάματα το φίλο του κι ύστερα του έκαμε νόημα να σιμώσει. Σήκωσε το χέρι του και του λέει: «Καλέ μου, φίλε! Σύντροφέ μου απ’ τα μικρά μας χρόνια, στα γράμματα, στο παιχνίδι, στο κυνήγι και τους πολέμους. Όλοι ξέρουν, πως αν δεν είχα εσένα στο πλάι μου, μπιστικό και συμβουλάτορα, μπορεί να μην είχα καταφέρει πολλά απ’ όσα δοξάζουν το όνομά μου! Μα τώρα θαρρώ πως ήρθε η ώρα να δείξεις την αξία σου για μια φορά ακόμα. Άκουσα πως κάπου σε τούτον τον τόπο, υπάρχει λένε, ένα δαχτυλίδι που σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου ταξιδεύει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη. Ε, λοιπόν, θέλω από σένα να μου βρεις αυτό το δαχτυλίδι και να το φέρεις μπροστά μου. Σου δίνω έξι μήνες καιρό από σήμερα κι αν δεν τα καταφέρεις, να το ξέρεις θα σου πάρω το κεφάλι. Και τώρα τράβα και μη χάνεις ώρα!» Ο υπασπιστής σαν άκουσε το βασιλιά του τα χρειάστηκε. «Μωρέ, πού θα βρω εγώ τέτοιο πράγμα, στα καλά καθούμενα!» μουρμούρισε. Ύστερα, λένε, πώς τράβηξε κατά την κάμαρά του για να ετοιμαστεί.
Νωρίς-νωρίς κιόλας, πριν χαράξει ακόμα ο ήλιος την καινούργια μέρα, ο υπασπιστής πήρε τους δρόμους κι άρχισε να περπατάει και να διαβαίνει όλους τους δρόμους κείνης της πολιτείας. Περπάτησε σοκάκια στενά και δρόμους φαρδιούς, μπήκε σ’ όλα τα αργαστήρια και ρώτησε όλους τους μαστόρους. Μίλησε με τους καλφάδες του κάθε μαχαλά και δεν άφησε πόρτα για πόρτα που να μη χτυπήσει. Ύστερα πέρασε από τους καφενέδες, στάθηκε σ’ όλες τις πλατείες και στο τέλος κίνησε να ρωτάει τους περαστικούς: «Υπάρχει λένε, ένα δαχτυλίδι που σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου πετάει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη!» Μα κανένας δεν ήξερε να του δώσει την απόκριση που ζητούσε. Και σαν γύρισε όλον τον τόπο κι έφαγε κάθε γωνιά της πολιτείας με το κουτάλι, καβάλησε το άλογό του και χύθηκε στη δημοσιά να πάει σε άλλες πολιτείες. Πέρασε ερήμους κι ανέβηκε βουνά, βρέθηκε σε πολιτείες και χωριά που τα έβρεχε η θάλασσα. Σταμάτησε σε κρήνες και συνάντησε λογής-λογής ανθρώπους σε οάσεις, σε παζάρια και ταξιδευτές στα καραβάνια. Κάθε φορά ρωτούσε: «Υπάρχει λένε, ένα δαχτυλίδι που σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου ταξιδεύει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη. Μήπως ξέρετε πού μπορώ να το βρω; Μήπως έχετε ακούσει πουθενά για δαύτο;» Μα κανένας δεν ήξερε να του πει, κανένας δε γνώριζε να τον συμβουλέψει.
Κι ο καιρός περνούσε. Οι μέρες στην αρχή κύλαγαν αργά, μα ύστερα οι βδομάδες χάνονταν η μια μετά την άλλη. Και πέρασε ο πρώτος μήνας, κι ήρθε ο δεύτερος, και φάνηκε ο τρίτος και διάβηκε ο τέταρτος και να σου κι ο πέμπτος στη σειρά του. Ο υπασπιστής του μεγάλου βασιλιά έλιωσε τα παπούτσια του να περπατάει μέσα στο λιοπύρι. Τα ρούχα του τρίφτηκαν κι απόμεινε να πηγαίνει μοναχός, σαν το πουγκί του άδειασε και το άλογό του ξέμεινε από ανάσα και έσβησε σε μιαν άκρη του δρόμου. Μα αυτός δε σταματούσε. Κι όλο στεκόταν εδώ κι όλο ρωτούσε εκεί κι όλο τραβούσε παραπέρα. Μέχρι που λένε, πως κόντευε να γιομίσει κι ο έκτος μήνας, και σαν δεν βρήκε το δαχτυλίδι που ζητούσε ο βασιλιάς του, πήρε την απόφαση να γυρίσει στο παλάτι.
Είδε από μακριά την πολιτεία του να βάφεται στα χρώματα του σούρουπου.
Πέρασε τη μεγάλη καστρόπορτα και κίνησε για το παλάτι. Λένε όμως πως τούτη τη φορά πήρε ένα σοκάκι που δεν είχε ματαδιαβεί και βρέθηκε μπροστά σε ένα μαγαζί. Στα σκαλοπάτια του καθόταν ένα παιδί που έπαιζε. Ο άντρας το σιμώνει και το ρωτά: «Μήπως εσύ, παιδί μου, έχεις ακούσει για ένα δαχτυλίδι, που λένε πως σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου ταξιδεύει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη;» Πριν προλάβει καλά-καλά το παιδί ν’ αποκριθεί ακούστηκε μια φωνή μέσα απ’ το μαγαζί. «Εγώ θα σου πω για το δαχτυλίδι που ζητάς!» Ο άντρας μπήκε στο μαγαζί κοιτάζει και τι να δει; Πίσω από έναν πάγκο στεκόταν ένας γέρος. Του έκανε νόημα να σιμώσει. Όταν ο υπασπιστής πλησίασε πιο κοντά, ο γέρος τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Ξέρω στ’ αλήθεια τι είναι αυτό που ψάχνεις, περίμενε...». Τότε, λένε πως πήρε από ένα ράφι ένα κομμάτι χαλκό. Το μέτρησε κι έκοψε όσο έπρεπε. Το έβαλε στον πάγκο του και κόλλησε τις δυο του άκρες κι ύστερα πήρε ένα μικρό γλύφανο κι ένα σφυράκι κι άρχισε σιγά-σιγά κάτι να χαράζει στην απάνω μεριά. Σαν τέλειωσε, το έδωσε στον άνθρωπο που περίμενε. Ο υπασπιστής το πήρε και διάβασε τις κουβέντες που είχε χαράξει ο γέρος πάνω στο δαχτυλίδι. Ήταν όλες κι όλες τέσσερις λέξεις. Τα μάτια του φωτίστηκαν. «Αυτό είναι! Αυτό το δαχτυλίδι που ζητάω…» μουρμούρισε. Πλήρωσε του γέρου όσα του ζήτησε, βγήκε στο δρόμο και τράβηξε γρήγορα στο παλάτι, για να προλάβει τη διορία που τέλειωνε σε λίγες ώρες.
Μπήκε μια βιάση στο παλάτι. Πέρασε γρήγορα τους φρουρούς, τα ’βαλε με τους αυλικούς που δεν τον γνώρισαν και θέλησαν να του κόψουνε το δρόμο και βρέθηκε μέσα στη μεγάλη σάλα του θρόνου. Στην άκρη της κάμαρας βρισκόταν καθισμένος ο βασιλιάς και τριγύρω του κόσμος πολύς. Σαν γύρισε και είδε τον υπασπιστή του, έκαμε νόημα στους υπηρέτες να τον αφήσουν να περάσει. Ο άντρας έφτασε μπροστά του και προσκύνησε. Άπλωσε τα χέρια του και λέει: «Βασιλιά μου, βρήκα και σου έφερα αυτό που μου ζήτησες!» Στην άκρη του χεριού του ήταν ένα δαχτυλίδι. Ο βασιλιάς το πήρε μέσα στη χούφτα του, το κράτησε και το διάβασε στο φως των κεριών. «Κι αυτό θα περάσει». Τούτα τα λόγια ήταν γραμμένα, για να τα διαβάζεις σαν έχεις στενοχώρια μεγάλη και σκοτούρα και να φεύγουνε οι μαυρίλες μα και σαν έχεις χαρά μεγάλη που σε κάνει να πετάς μέχρι τα ουράνια, να διαβάζεις τα λόγια του δαχτυλιδιού και τα πόδια σου να έρχονται να πατήσουν ξανά πάνω στη γη.
Λένε πως από εκείνη τη μέρα ο βασιλιάς του τόπου έγινε ακόμα πιο σοφός κι ο λαός του πέρασε καλύτερα…
Τα παραμύθια της συλλογής προέρχονται από την προφορική λογοτεχνία-παράδοση των λαών του κόσμου και απευθύνονται σε ηλικίες 11+, εφήβους και ενηλίκους.
Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό, ήταν και δεν ήταν, κι άμα δεν ήταν εμείς δε θα μιλάγαμε γι’ αυτό, ήταν λέει στα μέρη της Ανατολής ένας βασιλιάς. Λένε οι παλιοί πως διαφέντευε του λόγου του αυτός έναν τόπο που απλωνόταν απ’ τη θάλασσα μέχρι τα πιο ψηλά βουνά που ανθρώπου πόδι δεν είχε περπατήσει. Κι ήτανε λέει άνθρωπος που ποτέ του δεν αδίκησε κανέναν, κι είχε πάντα να δώσει στον κόσμο συμβουλές από κείνες που διορθώνουνε τα λάθη, κι από αυτές που σε οδηγούνε στη ζωή. Λένε πως μπορούσε αυτός να μιλάει με τους αγγέλους κι είχε στο χέρι το δεξί ένα δαχτυλίδι που κυριαρχούσε στους δαιμόνους. Όλοι είχαν ακούσει για κείνη τη φορά που στάθηκαν μπροστά του δυο γυναίκες που θέλαν λέει κι οι δυο τους το ίδιο παιδί. Κι εκείνος έδωσε τη λύση που τους έπρεπε...
Μια μέρα έλαχε αυτός ο βασιλιάς να κάνει τη βόλτα του στους κήπους του παλατιού. Την ώρα που περπατούσε κοντά σε κάτι δέντρα άκουσε κουβέντες πίσω από μια αγκαλιά θάμνους. Στάθηκε για λίγο να ακούσει καλύτερα, μα τι το ’θελε; Οι κουβέντες που έφτασαν στα αυτιά του, καλύτερα, λένε, να μην έφταναν. Γιατί δεν ήταν μονάχα τα λόγια που κάποιος είχε ξεστομίσει. Ο βασιλιάς κατάλαβε απ’ τη φωνή πως αυτός που μιλούσε ήταν ο καλύτερός του φίλος. Είχαν μεγαλώσει μαζί από μικροί, είχαν τους ίδιους δασκάλους, έπαιξαν παρέα τα ίδια παιχνίδια και τώρα τον είχε υπασπιστή και μπιστικό του. Μα οι κουβέντες που ακούστηκαν έκοβαν πιότερο κι από μαχαίρια. «Αν δεν ήμουνα εγώ, ο βασιλιάς δε θα είχε καταφέρει τίποτα μονάχος του, κι ό,τι έκαμε στη δική μου το βοήθεια το χρωστάει...»
Ο βασιλιάς γύρισε στο παλάτι κι έπεσε σε συλλογισμό μεγάλο. Κάμποσες μέρες αργότερα στέλνει τους ανθρώπους του να φωνάξουν τον υπασπιστή του. Ο άντρας μπήκε στη μεγάλη σάλα που ήτανε ο θρόνος. Κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος κείνη τη μέρα, υπηρέτες, αυλικοί κι αξιωματούχοι παρέα με τη δωδεκάδα του μεγάλου άρχοντα κι άνθρωποι ξεχωριστοί μίλαγαν μεταξύ τους. Ο βασιλιάς κοίταξε κατάματα το φίλο του κι ύστερα του έκαμε νόημα να σιμώσει. Σήκωσε το χέρι του και του λέει: «Καλέ μου, φίλε! Σύντροφέ μου απ’ τα μικρά μας χρόνια, στα γράμματα, στο παιχνίδι, στο κυνήγι και τους πολέμους. Όλοι ξέρουν, πως αν δεν είχα εσένα στο πλάι μου, μπιστικό και συμβουλάτορα, μπορεί να μην είχα καταφέρει πολλά απ’ όσα δοξάζουν το όνομά μου! Μα τώρα θαρρώ πως ήρθε η ώρα να δείξεις την αξία σου για μια φορά ακόμα. Άκουσα πως κάπου σε τούτον τον τόπο, υπάρχει λένε, ένα δαχτυλίδι που σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου ταξιδεύει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη. Ε, λοιπόν, θέλω από σένα να μου βρεις αυτό το δαχτυλίδι και να το φέρεις μπροστά μου. Σου δίνω έξι μήνες καιρό από σήμερα κι αν δεν τα καταφέρεις, να το ξέρεις θα σου πάρω το κεφάλι. Και τώρα τράβα και μη χάνεις ώρα!» Ο υπασπιστής σαν άκουσε το βασιλιά του τα χρειάστηκε. «Μωρέ, πού θα βρω εγώ τέτοιο πράγμα, στα καλά καθούμενα!» μουρμούρισε. Ύστερα, λένε, πώς τράβηξε κατά την κάμαρά του για να ετοιμαστεί.
Νωρίς-νωρίς κιόλας, πριν χαράξει ακόμα ο ήλιος την καινούργια μέρα, ο υπασπιστής πήρε τους δρόμους κι άρχισε να περπατάει και να διαβαίνει όλους τους δρόμους κείνης της πολιτείας. Περπάτησε σοκάκια στενά και δρόμους φαρδιούς, μπήκε σ’ όλα τα αργαστήρια και ρώτησε όλους τους μαστόρους. Μίλησε με τους καλφάδες του κάθε μαχαλά και δεν άφησε πόρτα για πόρτα που να μη χτυπήσει. Ύστερα πέρασε από τους καφενέδες, στάθηκε σ’ όλες τις πλατείες και στο τέλος κίνησε να ρωτάει τους περαστικούς: «Υπάρχει λένε, ένα δαχτυλίδι που σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου πετάει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη!» Μα κανένας δεν ήξερε να του δώσει την απόκριση που ζητούσε. Και σαν γύρισε όλον τον τόπο κι έφαγε κάθε γωνιά της πολιτείας με το κουτάλι, καβάλησε το άλογό του και χύθηκε στη δημοσιά να πάει σε άλλες πολιτείες. Πέρασε ερήμους κι ανέβηκε βουνά, βρέθηκε σε πολιτείες και χωριά που τα έβρεχε η θάλασσα. Σταμάτησε σε κρήνες και συνάντησε λογής-λογής ανθρώπους σε οάσεις, σε παζάρια και ταξιδευτές στα καραβάνια. Κάθε φορά ρωτούσε: «Υπάρχει λένε, ένα δαχτυλίδι που σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου ταξιδεύει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη. Μήπως ξέρετε πού μπορώ να το βρω; Μήπως έχετε ακούσει πουθενά για δαύτο;» Μα κανένας δεν ήξερε να του πει, κανένας δε γνώριζε να τον συμβουλέψει.
Κι ο καιρός περνούσε. Οι μέρες στην αρχή κύλαγαν αργά, μα ύστερα οι βδομάδες χάνονταν η μια μετά την άλλη. Και πέρασε ο πρώτος μήνας, κι ήρθε ο δεύτερος, και φάνηκε ο τρίτος και διάβηκε ο τέταρτος και να σου κι ο πέμπτος στη σειρά του. Ο υπασπιστής του μεγάλου βασιλιά έλιωσε τα παπούτσια του να περπατάει μέσα στο λιοπύρι. Τα ρούχα του τρίφτηκαν κι απόμεινε να πηγαίνει μοναχός, σαν το πουγκί του άδειασε και το άλογό του ξέμεινε από ανάσα και έσβησε σε μιαν άκρη του δρόμου. Μα αυτός δε σταματούσε. Κι όλο στεκόταν εδώ κι όλο ρωτούσε εκεί κι όλο τραβούσε παραπέρα. Μέχρι που λένε, πως κόντευε να γιομίσει κι ο έκτος μήνας, και σαν δεν βρήκε το δαχτυλίδι που ζητούσε ο βασιλιάς του, πήρε την απόφαση να γυρίσει στο παλάτι.
Είδε από μακριά την πολιτεία του να βάφεται στα χρώματα του σούρουπου.
Πέρασε τη μεγάλη καστρόπορτα και κίνησε για το παλάτι. Λένε όμως πως τούτη τη φορά πήρε ένα σοκάκι που δεν είχε ματαδιαβεί και βρέθηκε μπροστά σε ένα μαγαζί. Στα σκαλοπάτια του καθόταν ένα παιδί που έπαιζε. Ο άντρας το σιμώνει και το ρωτά: «Μήπως εσύ, παιδί μου, έχεις ακούσει για ένα δαχτυλίδι, που λένε πως σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου ταξιδεύει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη;» Πριν προλάβει καλά-καλά το παιδί ν’ αποκριθεί ακούστηκε μια φωνή μέσα απ’ το μαγαζί. «Εγώ θα σου πω για το δαχτυλίδι που ζητάς!» Ο άντρας μπήκε στο μαγαζί κοιτάζει και τι να δει; Πίσω από έναν πάγκο στεκόταν ένας γέρος. Του έκανε νόημα να σιμώσει. Όταν ο υπασπιστής πλησίασε πιο κοντά, ο γέρος τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Ξέρω στ’ αλήθεια τι είναι αυτό που ψάχνεις, περίμενε...». Τότε, λένε πως πήρε από ένα ράφι ένα κομμάτι χαλκό. Το μέτρησε κι έκοψε όσο έπρεπε. Το έβαλε στον πάγκο του και κόλλησε τις δυο του άκρες κι ύστερα πήρε ένα μικρό γλύφανο κι ένα σφυράκι κι άρχισε σιγά-σιγά κάτι να χαράζει στην απάνω μεριά. Σαν τέλειωσε, το έδωσε στον άνθρωπο που περίμενε. Ο υπασπιστής το πήρε και διάβασε τις κουβέντες που είχε χαράξει ο γέρος πάνω στο δαχτυλίδι. Ήταν όλες κι όλες τέσσερις λέξεις. Τα μάτια του φωτίστηκαν. «Αυτό είναι! Αυτό το δαχτυλίδι που ζητάω…» μουρμούρισε. Πλήρωσε του γέρου όσα του ζήτησε, βγήκε στο δρόμο και τράβηξε γρήγορα στο παλάτι, για να προλάβει τη διορία που τέλειωνε σε λίγες ώρες.
Μπήκε μια βιάση στο παλάτι. Πέρασε γρήγορα τους φρουρούς, τα ’βαλε με τους αυλικούς που δεν τον γνώρισαν και θέλησαν να του κόψουνε το δρόμο και βρέθηκε μέσα στη μεγάλη σάλα του θρόνου. Στην άκρη της κάμαρας βρισκόταν καθισμένος ο βασιλιάς και τριγύρω του κόσμος πολύς. Σαν γύρισε και είδε τον υπασπιστή του, έκαμε νόημα στους υπηρέτες να τον αφήσουν να περάσει. Ο άντρας έφτασε μπροστά του και προσκύνησε. Άπλωσε τα χέρια του και λέει: «Βασιλιά μου, βρήκα και σου έφερα αυτό που μου ζήτησες!» Στην άκρη του χεριού του ήταν ένα δαχτυλίδι. Ο βασιλιάς το πήρε μέσα στη χούφτα του, το κράτησε και το διάβασε στο φως των κεριών. «Κι αυτό θα περάσει». Τούτα τα λόγια ήταν γραμμένα, για να τα διαβάζεις σαν έχεις στενοχώρια μεγάλη και σκοτούρα και να φεύγουνε οι μαυρίλες μα και σαν έχεις χαρά μεγάλη που σε κάνει να πετάς μέχρι τα ουράνια, να διαβάζεις τα λόγια του δαχτυλιδιού και τα πόδια σου να έρχονται να πατήσουν ξανά πάνω στη γη.
Λένε πως από εκείνη τη μέρα ο βασιλιάς του τόπου έγινε ακόμα πιο σοφός κι ο λαός του πέρασε καλύτερα…
Τα παραμύθια της συλλογής προέρχονται από την προφορική λογοτεχνία-παράδοση των λαών του κόσμου και απευθύνονται σε ηλικίες 11+, εφήβους και ενηλίκους.
Σχόλιο προσωπικό:
Στο τέλος τούτων των γεγονότων πρέπει στο ζύγι να προσμετρηθούν βαρύτερα όσα θα κάνουν τους ανθρώπους να υπερηφανεύονται για όσα αντιμετώπισαν με σθένος και σύνεση, και να αδυνατούν όλα εκείνα που θα τους κάνουν να ντρέπονται.
Και για να προλάβω τους κακόβουλους που πιθανά να σκεφτούν πως κάνω προσωπική προβολή και κινούμαι με ιδιοτελείς σκοπούς, να υπενθυμίσω πως ουδέποτε δέχτηκα να οικειοποιηθώ οικονομικά οφέλη από οποιαδήποτε συλλογή κυκλοφόρησα δική μου ή σε επιμέλεια. Τα δε έσοδα (βλ. οικονομικά δικαιώματα του συγγραφέα) από το βιβλίο "Παραμύθια λαϊκά ενάντια σε δύσκολους καιρούς: Για να συλλογάσαι, να ελπίζεις και να πράττεις" (Νοέμβριος 2017) παραχωρούνται ευγενικά και εσαεί στον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου