Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Το παραμύθι του Αγίου Νικολάου-΄Ενα μικρασιάτικο παραμύθι από τα Μοσχονήσια



Άγιος Νικόλαος (Πάταρα Λυκίας 270 μ.Χ.- Μύρα Λυκίας 343 μ.Χ.)
Εικόνα του 13ου αι. από τη Μονή του Σινά

Η μοίρα κάποιων ανθρώπων το έχει να βασανίζονται και μετά θάνατον, ακόμα κι όταν πρόκειται για αγίους. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί ο Άγιος Νικόλαος, που μέρος των οστών του κλάπηκαν τον 11ο μ.Χ. αιώνα στα 1087, από τον τάφο του στα Μύρα της Λυκίας. Οι πιθανά εντολοδόχοι Λατίνοι ναύτες τα μετέφεραν στο Μπάρι της Ιταλίας προκειμένου να τοποθετηθούν στο ναό της Βασιλικής του Αγίου Νικολάου, που οικοδομήθηκε γι' αυτόν ακριβώς  το λόγο (!), ενώ αργότερα κάποιοι ζηλωτές του κατορθώματός τους, αφαίρεσαν (sic) τα εναπομείναντα όστα κατά τη διάρκεια της Α' Σταυροφορίας στα 1100 μ. Χ, και τα μετέφεραν στη Βενετία υπό την αρχηγία του Βενετού επισκόπου Ενρίκο Κονταρίνι που τον θεώρησε προστάτη της Βενετίας. Τοποθετήθηκαν στο νησάκι Λίντο στον ναό του Σαν Νικολό ντι Λίντο.

Ο Ναός του Αγίου Νικολάου στα Μύρα της Λυκίας

Με την ιδιαίτερη αγάπη που μας διακατέχει για τα λαϊκά παραμύθια δε θα μπορούσαμε παρά να αξιοποιήσουμε τη λαϊκή μυθοπλασία στην αντανάκλασή της στη θρησκευτική κυκλικότητα του έτους και να ευχηθούμε χρόνια πολλά σε όσους κι όσες φέρουν το όνομα του Αγίου ή έχουν αγαπημένα τους πρόσωπα. Το λαϊκό παραμύθι που ακολουθεί, ανήκει λόγω των χαρακτηριστικών του στην κατηγορία των "Μαγικών παραμυθιών" (ATU 300-749), αλλά χαρακτηρίζεται από την επίφαση της "θρησκευτικής αφήγησης", σήμφωνα με τον Γεώργιο Α. Μέγα, αφού ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που φέρει το όνομα του Αγίου, έχει ταχθεί σε αυτόν, γεγονός που τον αναδεικνύει σε προστάτη του στη ροή της υπόθεσης. Στον ελληνόφωνο χώρο εντοπίζονται 43 παραμυθιακές- αφηγηματικές παραλλαγές στα επίσημα λαογραφικά αρχεία, με την πρόταση των μελετητριών του ελληνικού παραμυθιού να δημιουργηθεί νέος τύπος κατάταξης από ΑΤU 611, όπου εντοπίζεται και ταξινομείται μέχρι σήμερα, σε AT 507D (Τα δώρα του Αγίου), μιας που ο μαγικός βοηθός που του συμπαραστέκεται είναι ο Άγιος που παρουσιάζεται στη λογική του κύκλου του Ευγνώμονα νεκρού, αφού δεν ανήκει στον φυσικό κόσμο αλλά σε άλλης ποιότητας και σύστασης ενέργεια.

Η παρακάτω παραμυθιακή παραλλαγή προέρχεται από τα αρχεία του Λαογραφικού Φροντιστηρίου του Γ.Α. Μέγα (ΛΦ 784, 1-16) σε καταγραφή της Σοφίας Κωνσταντοπούλου που το άκουσε από τη γιαγιά της. Συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή του γράφοντα: "Παραμύθια λαϊκά απ' τα χώματα της Μάνας Μικρασίας: Του Ξεριζωμού και της Μνήμης 1922-2022" από τις εκδόσεις ΕΥΜΑΡΟΣ (2022) και περιέχεται στο έργο-αναφορά της ελληνικής παραμυθολογίας "ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΚΩΝ ΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΩΝ ΑΤ 560-699" των Α. Αγγελοπούλου, Μ. Καπλάνογλου και Εμ. Κατρινάκη, ΙΑΕΝ τομ. 44, Αθήνα 2007.

To παραμύθι του Αγίου Νικολάου, Μοσχονήσια Αιολίδας

Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς, και μια βασίλισσα που δεν είχανε παιδιά. Η βασίλισσα παρακαλούσε τον Άγιο Νικόλα κι έλεγε: «Άγιε μου Νικόλα, δώσ’ μου ένα παιδάκι, να 'ναι αγοράκι και να το βγάλω Νικολάκη. Στην πανήγυρη ό,τι έξοδα χρειάζονται, θα τα κάνει ο βασιλιάς».

Τη λυπήθηκε ο Θεός από τα τόσα παρακάλια και της έδωσε ένα παιδί αρσενικό, που το βάφτισε Νικολάκη. Όμως λένε πως το παιδί δεν έφερνε τύχη  στον πατέρα του κι όλο καταστρεφόταν ο βασιλιάς. Ερχόταν η χάρη του Αγίου Νικολάου και ο βασιλιάς, που είχε το τάμα του, έκανε κάθε φορά ό,τι χρειαζόταν.

Το παιδί στο μεταξύ μεγάλωνε μια χαρά, αλλά ο βασιλιάς χρόνο με το χρόνο, όσο περνούσε ο καιρός, καταστρεφόταν. Είχε πουλήσει ακόμη και το παλάτι του κι έμενε σ' ένα μικρό σπίτι για χατίρι του Νικολάκη. Έφτασε το παιδί να γίνει δεκάξι δεκαεφτά χρονών, αλλά ο βασιλιάς ήταν πάμπτωχος, από τους πολέμους και τα έξοδα που έκανε. Ήρθε η γιορτή τ' Αγίου Νικόλα, που έπρεπε να κάνουν το τάμα τους και είχαν έγνοια,  πώς να βρουν λεφτά. Πήραν λοιπόν κι οι δυο τους την απόφαση να πουλήσουν τον Νικολάκη, γιατί δεν τους είχε απομείνει πια τίποτε άλλο. Λέγανε «Όπου και να πάει, παιδί μας είναι, θα το βλέπουμε, φτάνει να μην πάθει κακό…» Μα πίσω από το παιδί τους, κάθονταν κι έκλαιγαν, γιατί δεν ήθελαν να το αποχωριστούν.

Απάνω στην ώρα, πηγαίνει το παιδί και βρίσκει τους γονιούς του να κλαίνε. Τους ρωτά: «Τι έχετε και κλαίτε;» Τότε αποκρίνεται η μάνα του: «Παιδί μου, σ' έδωσε σε μας ο Άγιος Νικόλας και του τάξαμε να του κάνουμε την πανήγυρη κάθε χρόνο. Μα  τώρα επειδή δυστυχήσαμε και δεν μπορούμε να κάνουμε την πανήγυρη, θα χρειαστεί να σε πουλήσουμε ».Το παιδί λέει: «Μη στενοχωριέστε, όπου και να πάω, ξέρω τους γονιούς μου!»

Πάει ο βασιλιάς στο βεζίρη και του λέγει: «Ήρθα να σου πω ευχάριστο για σένα, δυσάρεστο για μένα. Πουλώ τον Νικολάκη μου για χατίρι του Αϊ-Νικόλα, να κάνω την πανήγυρή τ'». Λέει ο βεζίρης: «Πόσο τον πουλάς;» «Εκατό χιλιάδες» απαντά ο βασιλιάς. Ο βεζίρης του έδωσε τις εκατό για να πάρει τον Νικολάκη. Οι γονιοί του αγκάλιασαν και φίλησαν το παιδί κι ύστερα το παίρνει ο βασιλιάς και το πάει του βεζίρη. Το παιδί ήταν κοντά είκοσι χρονών.

Σ' εκείνο το μέρος ήταν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος που είχε μια κόρη και κοίταζε ποιο καλό παιδί θα βρει, για να τη δώσει. Ο βεζίρης, που είχε κι αυτός δικό του γιο, σκεφτόταν να παντρέψει το δικό του με την πλούσια κόρη. Ένα πρωί, φωνάζει και τα δυο παιδιά, το δικό του και το Νικολάκη και τους λέει: «Ακούστε, να σας πω.  Είστε τώρα ολόκληρα παλικάρια. Μπορείτε λοιπόν να φύγετε να πάτε να κάνετε εμπόριο. Εγώ θα σας δώσω από εκατό χιλιάδες. Όποιος γυρίσει πρώτος κι έχει περισσότερα λεφτά, σ' εκείνον θα δώσουμε την πλούσια κοπέλα». Όμως λένε πως ο βεζίρης έδωσε στα κρυφά περισσότερα λεφτά στο γιο του. Του βεζίρη ο γιος, που  είχε περισσότερα λεφτά, τράβηξε σε τόπους μακρινούς με πλοία. Ο Νικολάκης έφυγε να ταξιδέψει με τα πόδια. Βγήκε στην ερημιά, και άρχισε να περπατά μέχρι που έφτασε σε μια βρύση και λέει: «Δεν κάθομαι σ' αυτήν εδώ τη βρύση, να πιω λίγο νερό,  να φάω κατιτίς και να συνεχίσω μετά;» Μόλις κάθισε, βλέπει έναν καλόγερο να 'ρχεται  από μακριά.  «Θα τον περιμένω,  να φάει κι εκείνος λίγο, πρέπει του λόγου του να’ναι πεινασμένος. Ο καλόγερος σαν έφτασε κοντά στον Νικολάκη τον καλημέρισε. «Καλώς τον πάτερ καλόγερο». Κάθισαν να φάνε παρέα. Ο καλόγερος λέει τότε: «Έχω εγώ, παιδί μου, φαγητά. Φάε εσύ, εγώ είμαι χορτάτος» κι ανοίγει έναν τουρβά και του 'πε να φάει. Έφαγε ο Νικολάκης κι ευχαριστήθηκε. Άμα τέλειωσε, τον ρωτά για πού πηγαίνει. «Πάω να μαζέψω λεφτά για την πανήγυρη του Αϊ Νικόλα» απαντά ο καλόγερος. Τότε ο Νικολάκης θυμήθηκε, πως οι γονιοί του τον πούλησαν για τη χάρη του Αγίου και μουρμούρισε: «Ας δώσω κι εγώ από τα λεφτά μου». Βγάζει λοιπόν τριάντα χιλιάδες απ’ τα λεφτά του βεζίρη και τις δίνει του καλόγερου.  Πήρε ο καλόγερος τα λεφτά κι έφυγε.

Ο Νικολάκης συνέχισε ύστερα να περπατά ξανά μες στα δάση. Πέρασαν οι ώρες, νύχτωσε και ξημέρωσε πάλι, μέχρι που βρέθηκε μπροστά σε μια βρύση. Κάθισε να φάει, βλέπει κι έρχεται πάλι ένας άλλος καλόγερος. Τούτος είχε γένια μακριά κι έναν τουρβά στην πλάτη. Τον φωνάζει κοντά το παιδί και λέει: «Έλα να φάμε από το ψωμάκι μου, πάτερ». «Παιδί μου, έχω κι εγώ φαγητά…» αποκρίνεται ο καλόγερος. Βγάζει τότε λοιπόν από τον τουρβά του τα καλύτερα φαγητά και έφαγαν παρέα. Σαν απόφαγαν ρωτά ο Νικολάκης: «Πού πας εσύ, πάτερ καλόγερε;» «Πάω να μαζέψω λεφτά για την πανήγυρη του Αϊ-Νικόλα». Βγάζει τότε ο Νικολάκης και δίνει κι αυτουνού άλλες τριάντα χιλιάδες από τα λεφτά του βεζίρη.  Χαιρετήθηκαν και χώρισαν και πήρε ο καθένας το δρόμο του.

Βάδιζε τώρα ο Νικολάκης και είχε έγνοια, πού θα βρει πολιτεία να κάνει τον έμπορο, να δουλέψει, να μαζέψει λεφτά και να γυρίσει στον τόπο του. Βλέπει τότε ένα πηγάδι. Σιμώνει κοντά να βγάλει νερό και να σου πάλι ένας  τρίτος καλόγερος. «Ας περιμένω να 'ρθει κοντά κι ο πάτερ…» μουρμουράει το παιδί. Του δίνει ο καλόγερος ένα μπακιράκι, για να βγάλει νερό απ’ το πηγάδι. Κάθονται, τρώνε μαζί, πίνουν νερό κι όταν  ρώτησε ο Νικολάκης κατά πού τραβά του λόγου του ο πάτερ, ο καλόγερος αποκρίθηκε πως πηγαίνει να μαζέψει λεφτά για την πανήγυρη του Αϊ-Νικόλα. Ο Νικολάκης έβγαλε να του δώσει κι αυτουνού λεφτά, αλλά ο καλόγερος δεν δέχτηκε. Λέει τότε του παιδιού: «Είδα πως είσαι καλό παιδί. Θέλω λοιπόν να σε πάρω να δουλέψουμε μαζί, αλλά σε ό,τι σου λέω δε θα αρνιέσαι». Το παιδί δέχτηκε και ξεκίνησαν και πάνε σε μια πολιτεία που ήταν κοντά στη θάλασσα κι εκεί έκαναν μια παραγκούλα στην παραλία.

Ο καλόγερος σαν βολεύτηκαν του λέει: «Νικολάκη, εδώ είναι ένας βασιλιάς με μεγάλο μαράζι. Έχει μια κόρη, που είναι δεκαπέντε χρόνια άρρωστη στο κρεβάτι από λέπρα. Πάρε λοιπόν αυτά τα μπουκαλάκια και πήγαινε έξω από το παλάτι να φωνάζεις «Εδώ γιατρός, καλός γιατρός! Γιατρεύω κάθε αρρώστια όσο παλιά και να 'ναι!'» Πηγαίνει ο Νικολάκης έξω από το παλάτι του βασιλιά και φώναζε.  Φτάνουν οι φωνές του στη βασιλοπούλα, εκεί που ήτανε πλαγιασμένη και φωνάζει τότε τούτη τη μάνα της και ζητά να της φέρει πάνω το γιατρό. Ο Νικολάκης ανέβηκε στα βασιλικά δώματα μα όμως, σαν την είδε σ' αυτά τα χάλια, λέει: «Έχω γιατρό πιο μεγάλο από μένα, θα πάω να μιλήσω μαζί του και μετά θά 'ρθω να την πάρω». Πηγαίνει λοιπόν στον καλόγερο και του λέει: «Πάτερ, η βασιλοπούλα του τόπου, είναι όλο πληγές και μυρίζει άσχημα». Ο καλόγερος του λέει: «Πήγαινε και δώσε το λόγο σου, πως θα την κάνουμε καλά. Να τη βάλουν σ' ένα αμάξι και να τη φέρουν εδώ». Αλλά ο Νικολάκης μουρμούραγε: «Πώς θα μπορέσει ο καλόγερος, να κάνει τούτο το βρώμικο πράμα να γιάνει;» Δε μπορούσε όμως να αρνηθεί, κι έτσι σηκώνεται και τραβά στο παλάτι. Χτυπά την πόρτα, μπαίνει μέσα και βλέπει το βασιλιά και τη βασίλισσα. Τους χαιρετά και τους λέει: «Μ' έστειλε το αφεντικό μου, να πάρω την κόρη σας τη βασιλοπούλα, να τη γιατρέψει». Τότε του λέει ο βασιλιάς: «Παιδί μου, αν μπορέσετε να γιατρέψετε την κόρη μου, θα σας δώσουμε όσα χρήματα  ζητήσετε, αρκεί να γίνει καλά!»

 Κλάψανε ο βασιλιάς κι η βασίλισσα, πώς να δώσουν την κόρη τους, με το κορμί το σάπιο. Φέρνουνε μια άμαξα, τη βάζουνε μέσα σ' ένα σεντόνι και μετά τη φορτώνουν. Είχε τέτοια χάλια η κακομοίρα που απ' όπου κι αν την πιάνανε, η βασιλοπούλα πονούσε και φώναζε. Την πηγαίνουν στον καλόγερο. Την κατεβάζουν, τη βάζουν μέσα στην παραγκούλα και διώξανε τ' αμάξι. Τότε λέει ο καλόγερος: «Νικολάκη, πλύσου, φόρεσε και μιαν άσπρη μπλούζα κι έλα να πιάσουμε τη δουλειά μας, να γιατρέψουμε την κοπέλα».

Ο Νικολάκης όμως δεν πίστευε, ότι θα μπορέσουν να γιατρέψουν την κοπέλα. Ο καλόγερος φωνάζει ένα παιδί και του λέει: «Πήγαινε να μαζέψεις λίγα κεραμίδια!» Μόλις τα έφερε, λέει του Νικολάκη: «Έλα τώρα να πιάσεις τη δουλειά σου». Την κοπέλα την είχαν ξαπλώσει πάνω σε δύο σανίδια κι από τις πληγές της έτρεχε πύον. Λέει λοιπόν ο καλόγερος: «Νικολάκη, πάρε ένα κεραμίδι και τρίβε τα σάπια κρέατα, μέχρι που να φύγουν και να μείνουν σκέτα κόκαλα». Μόλις άρχισε ο Νικολάκης να τρίβει την κοπέλα, αυτή πέθανε. «Πώς θα πάω στο βασιλιά να πω ότι πέθανε η κόρη του:» μουρμούραγε ο Νικολάκης. Ο καλόγερος όμως έλεγε: «Τη δουλειά σου εσύ! Καθάρισε το κορμί της, να μην έχει καμιά σαπίλα πάνω!» Μόλις την καθάρισε, του λέει ο καλόγερος: «Πήγαινε στο βασιλιά, και  ζήτησέ του να κάψουν έναν άσπρο σκύλο στο φούρνο και να σου δώσουν τη στάχτη». Έτσι κι έγινε. Παίρνει τη στάχτη σ' μια βαθιά γαβάθα ο Νικολάκης και πηγαίνει στον καλόγερο, που δεν ανησυχούσε καθόλου. «Πιάσε να πλυθείς και να καθίσεις να φας, γιατί έχεις δουλειά να κάνεις» του λέει ο πάτερ. Όμως εκείνος, όσο έβλεπε τα κόκαλα της κοπέλας, δεν μπορούσε να βάλει μπουκιά στο στόμα του. Του λέει ο καλόγερος: «Πάρε τη στάχτη και ρίξε πάνω τα κόκαλα». Έριχνε λοιπόν στάχτη και, όπου έριχνε, γινότανε κρέας! Το κορμί της κοπέλας γίνηκε απ’ την αρχή, αλλά ψυχή δεν είχε και μουρμούραγε ο Νικολάκης: «Τι θα το κάνει τώρα αυτό το κορμί; Πώς θα το πάμε του βασιλιά». Τότε ο καλόγερος γονατίζει και προσεύχεται στο Θεό, τη σταυρώνει και της βάζει ψυχή. Μετά τη βοήθησε να σταθεί και τη σήκωσε όρθια. Ο Νικολάκης γέλασε, χάρηκε κι αγκάλιασε τον καλόγερο και του έλεγε: «Πάτερ καλόγερε, Θεός είσαι και βάζεις ψυχή στους ανθρώπους;» Του λέει ο καλόγερος: «Πήγαινε στο βασιλιά, να πεις να έρθει ένα αμάξι, να πάρει τη βασιλοπούλα. Μαζί να στείλει και μια δούλα, για να την πάει στο λουτρό και μετά θα την πάρουν στο παλάτι».

Τρέχει λοιπόν ο Νικολάκης και με χαρά λέει του βασιλιά: «Η κόρη σου έγινε καλά, μόνο θέλω ένα αμάξι και μια δούλα για να την πάν' στο λουτρό και μετά να 'ρθουν στο παλάτι». Τον ρωτά ο βασιλιάς πόσο κάνει ο κόπος τους. Ο Νικολάκης όμως απαντά: «Θα μιλήσω με τ' αφεντικό και θα έρθω να σου πω». Πήγαν λοιπόν, πήραν τη βασιλοπούλα και την πήγαν στο λουτρό. Αφού την έπλυναν και την καθάρισαν όπως έπρεπε, μετά την πήγαν στο παλάτι. Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα σαν είδαν την κόρη τους γιατρεμένη κόντεψαν να λιγοθυμήσουν από τη χαρά τους. Όλη η πολιτεία πανηγύριζε τη γιατρειά της βασιλοπούλας. Ο Νικολάκης πάει τρεχάλα να ρωτήσει τον καλόγερο τι πληρωμή θέλει. «Θέλω να μου κάμει ένα καράβι, που να είναι όλο μαλαματένιο». Τότε τρέχει ο Νικολάκης, το λέει του βασιλιά κι αυτός παράγγειλε ένα καράβι να είναι όλο μαλαματένιο στους κουγιουμτζήδες* του.

Ο Νικολάκης, μέχρι να ετοιμαστεί η πληρωμή τους, το καράβι που ήταν ολόκληρο φτιαγμένο από μάλαμα, έκανε παρέα με τη βασιλική οικογένεια. Το βράδυ όμως πάλι γύριζε στην καλύβα, κοντά στον καλόγερο. Μέσα σε δέκα μέρες το καράβι ήταν έτοιμο στην προκυμαία και το παραδώσαν στον Νικολάκη. Σαν ήρθε το βράδυ του λέει ο καλόγερος: «Θα φύγουμε. Πήγαινε στο παλάτι να χαιρετίσεις το βασιλιά» κι έτσι έγινε. Έκλαιγαν όλοι που θα έφευγε ο Νικολάκης. Μπήκαν λοιπόν στο μαλαματένιο καράβι, έλυσαν τα παλαμάρια και φύγανε για τα μέρη τα δικά τους. Στο δρόμο, η φουρτούνα ήταν μεγάλη και κινδύνευσαν να πνιγούν. Ο καλόγερος στεκόταν στο τιμόνι, κι ο Νικολάκης φοβόταν μη βουλιάξει το καράβι και το χάσει. Μέσα στο ταξίδι πάνε κι αράζουν σ' ένα βουνό ακατοίκητο, που ήταν όλο βράχια και λέει ο καλόγερος: «Νικολάκη, πήγαινε να κουβαλήσεις λίγες πέτρες για σαβούρα και να φύγουμε». Αφού κουβάλησε τις πέτρες, έφυγαν κι από κει και πήγαν σε μια άλλη μεγάλη πολιτεία κι αράξαν.

*κουγιουμτζήδες (τουρκ.): χρυσοχόοι

Ο Νικολάκης ήταν κουρελιασμένος. Του λέει ο καλόγερος: «Πάρε μια πέτρα απ' αυτές που κουβάλησες κι έβγα στη στεριά να πας να ψωνίσεις». Ο Νικολάκης μουρμούραγε: «Άκου τι λέει ο καλόγερος! Να πάρω την πέτρα, να πάω να ψωνίσω». Αλλά τις πέτρες, που κουβάλησε από κείνο το βουνό για σαβούρα, τις είχε ευλογήσει ο γέρος κι είχαν γίνει διαμάντια. Όταν πήρε την πέτρα και βγήκε έξω, τρέχανε ξοπίσω στο κατόπι του κι Έλληνες κι Εβραίοι κι άλλοι, και τον ρωτούσαν: «Πόσο πουλάς τούτη την πέτρα;» Τότε πονηρεύτηκε ο Νικολάκης και την πούλησε πεντακόσιες χιλιάδες. Πηγαίνει σ' ένα ραφτάδικο και παίρνει το καλύτερο κοστούμι και παίρνει κι ένα ρολόι, καπέλο, μπαστουνάκι κι άλλα. Αφού ντύθηκε καλά, πάει σ' ένα εστιατόριο να φάει. Μόλις τον είδαν τα γκαρσόνια, πέσαν στο κατόπι του και τον πήγαν εκεί που τρώγανε οι πλούσιοι. Διάλεξε λοιπόν πολλά φαγητά και του τα πήγαν στο τραπέζι του. Εκεί που κάθισε, φαινόταν και το περιβόλι του μαγαζιού. Βλέπει λοιπόν μέσα στο περιβόλι, το γιο του βεζίρη που πότιζε τα λουλούδια. Στενοχωρέθηκε μόλις τον είδε έτσι. Λέει λοιπόν στα γκαρσόνια: «Πείτε σ' αυτό το παλικάρι ν' ανέβει επάνω». Τρέξανε τα γκαρσόνια και  φωνάξαν τον περιβολάρη. Ανέβηκε πάνω το βεζιρόπαιδο, αλλά δε γνώρισε το Νικολάκη, που του λέει: «Εσύ θα πεινάς, κάθισε να φας!». Κάθισε κι έφαγε με την ψυχή του το βεζιρόπαιδο.

Ο Νικολάκης φόραγε κι ένα ωραίο δαχτυλίδι που έβγαζε και σφραγίδες. Του λέει λοιπόν: «Δέχεσαι να σου δώσω εκατό λίρες και να δοκιμάσω τη σφραγίδα στο μπράτσο σου, να δω πώς είναι;» Πιάνει λοιπόν τις λίρες το βεζιρόπουλο και πηγαίνει ίσια στο καράβι, για να φύγει για την πατρίδα του. Ο Νικολάκης γύρισε στο καράβι κι όταν τον είδε έτσι χάρηκε ο καλόγερος. Του λέει: «Τώρα φεύγουμε, πάμε για την πατρίδα». Έφυγαν κι ο καλόγερος ήταν πάντα στο τιμόνι με τη φουρτούνα. Του βεζίρη ο γιος έφτασε νωρίτερα απ’ αυτούς και πήγε στο σπίτι του. Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα κλαίγανε και λέγανε ότι χάσανε πια το παιδί τους, τον Νικολάκη κι ότι δεν θα τον ξαναδούν. Κατά την ώρα που ξημέρωνε, φτάνει το καράβι και το καλόγερος το άραξε στην προκυμαία. Έλαμψε όλος ο κόσμος και ρωτούσαν ποιός ξένος ήρθε κι έφερε ένα τέτοιο καράβι. Ο βεζίρης ήταν όμως πονηρός. Σαν είδε πως δεν ήρθε ο Νικολάκης, έτρεξε να ετοιμάσει τους αρραβώνες με την πλούσια κοπέλα, την κόρη τού πολύ πλούσιου ανθρώπου τού τόπου του.

Όταν ξημέρωσε η μέρα, λέει ο καλόγερος στο παιδί: «Πήγαινε να δεις τους γονιούς σου, αλλά να γυρίσεις πάλι στο καράβι». Οι γονιοί του πέσανε πάνω του και κλαίγανε και δεν ήθελαν να τον αφήσουν από τα χέρια τους. Έτρεξε όλος ο κόσμος να δει τον Νικολάκη, έτρεξε κι ο πλούσιος άνθρωπος του τόπου, να του προτείνει να τον κάμει γαμπρό του. Ο Νικολάκης όμως δεν έδωσε το λόγο του, γιατί θέλησε πρώτα να συμβουλευτεί τον καλόγερο. Κι εκείνος του λέει: «Πήγαινε, παιδί μου, με την ευχή μου, να ετοιμάσεις τους γάμους σου! Να πάρεις τους γονείς σου και το βράδυ απόψε να γίνει ο γάμος, γιατί εγώ θέλω πια να φύγω. Ύστερα να έρθεις στο καράβι που θέλω να σου πω κάτι μετά το γάμο…» Έτσι γινήκαν όλα. Του λέει τότε μετά το γάμο ο καλόγερος: «Πιάσε τις πέτρες που ήταν διαμάντια και βγάλε τις έξω. Να τις μοιράσεις σε δύο μέρη, γιατί μαζί τα κερδίσαμε, μαζί θα τα μοιραστούμε».

Ο Νικολάκης μ' ευχαρίστηση τα μοίρασε. Του λέει μετά ο καλόγερος: «Να μοιράσουμε τώρα στα δυο και το καράβι το μαλαματένιο». Όμως ο Νικολάκης του αποκρίνεται: «Πάρ' το εσύ κι ας μην το χαλάσουμε, εμένα μου φτάνουν αυτά που μου 'δωκες». Μέχρι να κουβεντιάσουν όμως, το καράβι είχε γίνει δυο κομμάτια. Ύστερα λέει ο καλόγερος: «Νικολάκη, θα μοιραστούμε και την κοπέλα, γιατί μαζί την κερδίσαμε!» Ο Νικολάκης όμως του λέει: «Όχι, πάρ' την εσύ! Εγώ δεν θέλω να δω να τη σκοτώνεις». Ώσπου να τελειώσουν, ο καλόγερος είχε σκίσει την κοπέλα στα δύο. Μόλις την έσκισε, βγήκε από τα σωθικά της ένα φίδι, που το σκότωσε. Ύστερα ένωσε πάλι την κοπέλα και του λέει: «Νικολάκη, το φίδι αυτό θα έβγαινε το βράδυ και θα σ' έπνιγε. Από σήμερα η κοπέλα είναι δική σου». Κατόπιν ο καλόγερος είπε στον Νικολάκη να πάρει ό,τι του ανήκε από το καράβι. Με τη χάρη του, αυτό ενώνεται ξανά και μέσα ήταν όλες οι πέτρες. Τότε ο γέρος αγκάλιασε τον Νικολάκη και του λέει: «Παιδί μου, επειδή ο πατέρας σου θυσίασε όλο του το βασίλειο για τον Aï-Νικόλα, κι εσένα τον ίδιο, γι' αυτό κι εγώ, που είμαι ο Άγιος, σε βοήθησα να γίνεις πλούσιος. Σου τα χαρίζω όλα και να γίνεις ευτυχισμένος».

Τότε έγινε ένας αέρας και χάθηκε από μπροστά από τον Νικολάκη.

 


 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου