Γιατί
οι εκκλησιές του Άη Λια είναι στο βουνό
Λένε πως στα παλιά τα χρόνια ο Άη Λιας ήτανε ναύτης. Κείνο τον καιρό τα ταξίδια δεν
ήταν εύκολα κι η θάλασσα τον άνθρωπο δεν τον καλοδεχόταν. Για να ταξιδέψεις στα
νερά της έπρεπε η καρδιά σου να το λέει, γιατί το πάλεμα με τις φουρτούνες και
τα κύματα ήταν μονάχα για παλικάρια που φόβο δεν εγνώριζαν. Μα ήρθε λένε ένας
καιρός κι ένα ζαμάνι, που ο Άη Λιας κουράστηκε κι είπε πως ήρθε η ώρα του να
αφήσει τα νερά και να πιάσει τη στεριά κι εκεί να γίνει νοικοκύρης. Σαν άκουσαν
τούτη την απόφαση βάλθηκαν οι σύντροφοί
του να του αλλάξουνε μυαλά μα τούτος δεν
άκουγε τίποτα. Τι του είπαν πως τάχα θα του φαίνεται η γης μικρή κι ο τόπος
στενός, τι πως θα μαραζώσει σαν το λιοντάρι στο κλουβί, αυτός γνώμη δεν άλλαζε.
«Θέλω να πατάνε τα ποδάρια μου στο χώμα, να φυτέψω κι εγώ δεντρί με ρίζες, να σκαλίσω χωράφι, να
βάλω κεραμίδι σίγουρο πάνω στο κεφάλι μου. Θα ξεμπαρκάρω μια και καλή!»
Έτσι λοιπόν μια μέρα πήρε στους ώμους του ένα κουπί,
βγήκε στη στεριά και ξεκίνησε να βρει καινούργιο τόπο να στεριώσει. Περπατούσε
κι όλο ανηφόριζε, πήγαινε κι όλο άφηνε μακριά του τη θάλασσα.
Σαν βράδιασε έφτασε σε μια πολιτεία. Μπαίνει μέσα
και βλέπει κόσμο πολύν μαζεμένο σε μια πλατεία. Πηγαίνει κατά κει και στήνει
στη γη το κουπί που κουβαλούσε. Άρχισαν να μαζεύονται με περιέργεια οι
άνθρωποι κοντά του, να δουν τι κάνει,
και τότε ο Άη Λιας ρωτάει έναν: «Ξέρεις του λόγου σου, τι είναι τούτο εδώ;» Ο
άντρας αποκρίθηκε: «Τούτο που μου δείχνεις είναι ένα κουπί!» Ο Άη Λιας κατάλαβε
πως οι άνθρωποι του τόπου ήξεραν από καράβια και θάλασσα. Ξεκουράστηκε στην
πολιτεία και την άλλη μέρα πρωί πρωί κίνησε ξανά με το κουπί στον ώμο, σε δρόμο
καινούργιο. Περπάτησε πολύ και όλο ανέβαινε και πιο μακριά απ’ τη θάλασσα, όλο
πήγαινε στον ανήφορο.
Το άλλο βράδυ βρέθηκε κοντά σε ένα χωριό που ήταν
απλωμένο ψηλά στην πλαγιά ενός βουνού. Η θάλασσα πίσω του ίσα που ξεχώριζε στον
ορίζοντα. Μπαίνει στην πλατεία κι έκαμε όπως στην πολιτεία. Έστησε το κουπί του
πάνω στη γη και ρώτησε τον πρώτο χωριανό που πέρασε μπροστά του, να του πει τι
ήταν αυτό που κρατούσε κι εκείνος απάντησε: «Είναι κουπί!» Ο Άη Λιας κατάλαβε
πως κι εκεί ήξεραν από θάλασσα. Κίνησε ξανά την άλλη μέρα και περπάτησε στον
ανήφορο δρόμο πολύν. Σε όσα χωριά συνάντησε ρώτησε τον κόσμο να του πει τι ήταν
αυτό που κρατούσε, κι ο κόσμος παντού αποκρινόταν πως κρατούσε κουπί. Ο Άη Λιας
ολοένα και ξεμάκραινε, ανέβαινε ράχες, διάβαινε από στενοτόπια, ο τόπος τριγύρω
αγρίευε κι αυτός περπατούσε ανάμεσα στα βάτα και τ’ αγκάθια, έσκιζε τα ρούχα
του και πλήγωνε τα ποδάρια του. Καμιά φορά κοιτούσε πίσω του κι η θάλασσα ίσα
που φαινόταν πέρα μακριά, μια γραμμή…
Καμιά φορά, λένε πως βρέθηκε ανεβαίνοντας σ’ έναν
τόπο όλο πουρνάρι και αγριοβότανα. Μονάχα τον ουρανό και τα βράχια έβλεπες,
τίποτε άλλο. Εκεί στάθηκε να πάρει μιαν ανάσα κι απ’ την κούραση τον πήρε ο
ύπνος. Ύστερα από κάμποση ώρα ξύπνησε απ’ το λάλημα μιας φλογέρας. Κοιτάζει και
βλέπει λίγο πιο πέρα έναν βοσκό που είχε το νου του στο κοπάδι του. Φωνάζει το
βοσκό κοντά του, στήνει το κουπί ορθό στο χώμα και τον ρωτά: «Πατριώτη, ξέρεις
τι είν’ τούτο δω;» «Ξέρω, είναι ξύλο!»
αποκρίνεται ο βοσκός.
Τότε λένε πήρε την απόφαση ο ναύτης να φτιάξει εκεί το σπιτικό του, στον τόπο που ο άνθρωπος δεν ήξερε τίποτα για τη θάλασσα και τα πλεούμενα. Έκοψε ξύλα από τριγύρω, μάζεψε μεγάλες πέτρες, έφτιαξε λάσπη κι έχτισε το σπίτι του.
Από τότε, στη μνήμη του, οι άνθρωποι χτίζουν εκκλησιές στο όνομά του ψηλά στις βουνοκορφές
Κείμενο: Δημήτρης Β. Προύσαλης
Πηγή: Άγιος Γεώργιος Νηλείας: 365 μονοπάτια, 365 διαδρομές που οδηγούν στον κοινό τόπο αναφοράς και αγάπης μας- Ημερολόγιο 2023, εκδόσεις Αγγελάκη
Β) Η αντανάκλαση της Οδύσσειας του Ομήρου
Ραψωδία λ Στίχοι 121-136
Οι προφορικές ιστορίες, δημιούργημα του ανθρώπου μυθοποιού και αφηγητή, κρύβουν εκπλήξεις από τις διαδρομές και τα συναπαντήματα που κάνουν με τα είδη του λόγου, καθώς και για την μετασχηματιστική επίδραση που ασκούν στα αφηγήματα.
Η αιτιολογική λαϊκή παράδοση που αναφέρεται στο γιατί τα εκκλησάκια του Άη Λια είναι χτισμένα ψηλά στα βουνά και μακριά από τη θάλασσα, αντανακλά την επιρροή της Ομηρικής Οδύσσειας. Εκεί μπορεί κανείς στη ραψωδία λ, στη Νέκυια, που αφορά στην κατάβαση του Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο και συγκεκριμένα στους στίχους 121-136 να διαπιστώσει την ομηρική επιρροή στη λαϊκή παράδοση. Ο Οδυσσέας, μετά το νησί της μάγισσας Κίρκης κι έπειτα από τη συμβουλή της, κατεβαίνει στον κόσμο των νεκρών για να πάρει ορμήνειες από τον μάντη Τειρεσία που θα προφητέψει το μέλλον του ταξιδιού του. Εκεί συναντά μια σειρά από νεκρούς δίχως να ξέρει την τύχη τους, τον Αγαμέμνονα αλλά και συμπολεμιστές από τον πόλεμο της Τροίας, τον Αχιλλέα, αλλά και γυναίκες, μανάδες και συγγένισσες ηρώων, ανάμεσά τους και τη μητέρα του, την Αντίκλεια. Ο Τειρεσίας τον προειδοπλοιεί να μην σφάξουν με τους συντρόφους του τα βόδια του Ήλιου, γιατί τους περιμένει ο χαμός. Ύστερα, του αποκαλύπτει τη Μνηστηροφονία στην Ιθάκη, συμβουλεύοντας τον ήρωα προκειμένου να καθαριστεί από το Άγος των φονικών αλλά και για να κατευνάσει τον Ποσειδώνα για την τύφλωση του γιού του Πολύφημου, να πάρει ένα κουπί και να βρει περιπλανώμενος τόπο
όπου οι άνθρωποί του δε γνωρίζουν τον κόσμο της θάλασσας. Εκεί που θα του
ονομάσουν το κουπί ως φτυάρι, να
θυσιάσει στον Ποσειδώνα και έπειτα να επιστρέψει στη Ιθάκη για θυσίες στους
υπόλοιπους θεούς.
Αναφέρει ο Όμηρος συγκεκριμένα:
120 θα βρείτε εκεί βόδια να βόσκουν θηλυκά,
πρόβατα μαλλιαρά –
στον Ήλιο ανήκουν, που τα πάντα βλέπει από ψηλά,
τα πάντα ακούει.
Ανίσως και δεν τα πειράξεις, στον νόστο σου
προσηλωμένος
μπορεί, έστω με βάσανα και πάθη, να φτάσετε και
στην Ιθάκη·
αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω όλεθρο,
125 για το καράβι σου και τους συντρόφους· αλλά κι εσύ, που
ίσως γλιτώσεις,
λέω πως αργά κι άσχημα θα γυρίσεις πίσω, θα χάσεις
όλους τους συντρόφους,
θα ταξιδέψεις σε καράβι ξένο· όμως κι εκεί, στο
σπίτι σου, σε περιμένουν
άλλες συμφορές, μνηστήρες αλαζόνες, που μαδούν το
βιος σου,
που θέλουν την ισόθεη γυναίκα σου δική τους,
130 τάζοντας δώρα για τη νύφη –
και μολαταύτα, γυρίζοντας, θα εκδικηθείς την
αδικία αυτή.
Όταν ωστόσο τους μνηστήρες, στο παλάτι,
με τον χαλκό που κόβει τους σκοτώσεις, είτε με
δόλο ή και φανερά,
τότε πιάσε στο χέρι σου κουπί καλά αρμοσμένο
135 και κίνησε, ώσπου να φτάσεις σ’ ανθρώπους
που δεν είδαν θάλασσα,
που αλατισμένο δεν τρων το φαγητό τους·
δεν ξέρουν καν τα πλοία, βαμμένα κόκκινα στα
μάγουλά τους,
ή τα καλά κουπιά, που γίνονται φτερά των καραβιών.
Και θα σου πω κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο – μην το
ξεχάσεις·
140 όταν στον δρόμο σου βρεθεί οδοιπόρος
να πει πως λιχνιστήρι φέρνεις στον όμορφο ώμο σου,
τότε κι εσύ μπήξε στο χώμα το καλάρμοστο κουπί,
και πρόσφερε θυσίες καλές στον μέγα Ποσειδώνα
[...].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου