ΠΩΣ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΣΩΣΑΝ ΔΥΟ ΧΩΡΕΣ ΠΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥΣΑΝ
Λαϊκό παραμύθι προφορικής παράδοσης-retold: Δημήτρης Β. Προύσαλης
Λένε πως μια φορά κι ένα καιρό, σε έναν τόπο
μακρινό ήταν δυο βασίλεια που στέκονταν γειτονικά το ένα δίπλα στο άλλο. Μα σαν
τους γείτονες που καμιά φορά δεν αγαπιούνται μεταξύ τους δίχως λόγο, λένε πως
τούτα τα βασίλεια ήταν σε πόλεμο μεγάλο. Λένε οι ιστορίες των παλιών πως ο
πόλεμος δεν ήταν στα χρόνια τα τρεχούμενα της ιστορίας, μα πως είχε ξεκινήσει
πριν από καιρό πολύ, τόσον που οι άνθρωποι πια είχαν ξεχάσει την αιτία εκείνου
του σκοτωμού. Ποιος έφταιγε και πώς ξεκίνησε το κακό κανένας δε θυμόταν. Μα οι
άνθρωποι ζούσαν τούτο το χαλασμό που έντυνε στα μαύρα τις γυναίκες κείνων των
δύο βασιλείων. Γιατί όλοι το ξέρουνε καλά, πως σαν κινά ένας πόλεμος, η γης
ποτίζεται απ’ το αίμα των παλικαριών, κι ο θάνατος κερνά φαρμάκι τα σπίτια ολωνών
και χαμένος είναι πάντα ο άνθρωπος. Άλλοι χάνονται και τους κλαίνε μανάδες, κόρες
κι αρραβωνιαστικές κι άλλοι κλαίνε μονάχοι τους τα χέρια, τα πόδια, τα μάτια
που έχασαν μέσα στου πολέμου τον μύλο που αλέθει τη ζωή, μα πιο πολύ θαρρώ πως
κλαίνε για όσα αντίκρισαν τα μάτια τους κι όσα σαν αγρίμια μέσα απ’ την ψυχή
τους έζησαν κι έκαμαν οι ίδιοι.
Ο πόλεμος όμως καλά κρατούσε! Οι
γιοι των γιων των εγγονών των πρώτων βασιλιάδων που κίνησαν τον πόλεμο ήταν
ακόμα σε έχθρητα μεγάλη, κι ο πόλεμος δεν έλεγε να κοπάσει. Τα παιδιά απόμεναν
ορφανά, τα σπίτια αδειανά, τα χωράφια άσκαφτα και τα κρεβάτια κρύα. Οι γενιές,
ο ανθός χάνονταν άδικα η μια μετά την άλλη. Μια μέρα σαν κατάλαβαν οι
βασιλιάδες εκείνου του καιρού που έτρεχε, πως αποτέλεσμα δεν έδινε ο πόλεμος
κανένα, κι ο κόσμος σκοτωνόταν δίχως τελειωμό, πήραν την απόφαση να βρούνε μια
λύση, να σταματήσει το κακό. Έστειλαν τους ανθρώπους τους να ανταμώσουν. Κι
αυτοί κουβέντιασαν σαν συμβουλάτορες που ήταν κι είπαν να διαλέξει το κάθε
βασίλειο έναν πολεμιστή ξεχωριστό. Σαν βρεθούνε τούτοι οι δυο μονάχοι τους, να
παλέψουν από την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος μέχρι την ώρα που πάει του λόγου του
να κοιμηθεί. Κι όποιος νικήσει απ’ τους δυο και στέκεται όρθιος στο τέλος της
ημέρας, να ορίσει το βασίλειό του νικητή και μια για πάντα ο πόλεμος να πάψει!
Οι δυο βασιλιάδες έψαξαν και
βρήκαν τους καλύτερους ανάμεσα στους πολεμιστάδες που όριζαν στο στράτευμά του
ο καθένας. Λένε πως ο πολεμιστής του ενός βασιλείου ήταν πρώτος στο σπαθί. Σαν
το έσερνε απ’ το θηκάρι και το σήκωνε στα χέρια, με εφτά στρώσεις ατσάλι τη μια
πάνω στη άλλη, η λάμα του άστραφτε στον ήλιο. Όσοι το αντίκριζαν-οι εχθροί- το ήξεραν
καλά πως δεν θα ξανασφίξουν μάνες, γυναίκες και παιδιά στην αγκαλιά τους και το
αίμα τους θα έβαφε κόκκινο το χώμα. Ο άλλος βασιλιάς, λένε, ξεχώρισε ανάμεσα
στους πολεμιστάδες τους δικούς του, ένα θεριό ολάκερο που τον φοβόταν ακόμα κι
η σκιά του! Λένε πως τούτος δω κρατούσε στα χέρια ένα τσεκούρι με δυο άκρες,
ένα πελέκι δηλαδή, που με ένα μονάχα χτύπημα μπορούσε να ρίξει κάτω δέντρο που
το αγκάλιαζαν τρεις άντρες! Στις μάχες θέριζε κεφάλια, όπως οι θεριστάδες παίρνουν
στον καιρό τους τον καρπό από τα στάχυα κι ήτανε ο Θάνατος ο ίδιος ντυμένος
μέσα στα ρούχα ενός ανθρώπου…
Τη μέρα που έπρεπε, στάθηκαν
στον τόπο που είχαν ορίσει οι βασιλιάδες, τα δυο θεριά το ένα απέναντι στο
άλλο. Τα δυο στρατεύματα τραβήχτηκαν στην άκρη, άλλοι λένε από το φόβο των θεριών
κι άλλοι λένε από αγωνία, να μάθουν ποιος θα βρεθεί στο τέλος νικητής από τους δυο,
να δώσει και τη λύση. Οι δυο πολεμιστάδες κοιτάχτηκαν με αγριάδα ανάμεσα στα
μάτια κι αφού ζύγιασαν και μέτρησαν ο ένας τον άλλον, με μια κραυγή
«Ααααα!!!!!» κόψαν στη μέση τη σιωπή κι όρμησαν με δύναμη να χτυπηθούν. Το
σπαθί του ενός αντάμωσε στον αέρα το πελέκι του άλλου κι ένα «τσακ!» ακούστηκε,
που έστειλε ρίγος σε όσους έβλεπαν από μακριά! Τα δυο θεριά σήκωσαν ξανά τα
όπλα τους και ρίχτηκαν πάλι με καινούργια φωνή όλο αγριάδα, μα τούτη τη φορά χτύπησαν πάνω στις ασπίδες
που τραντάχτηκαν με δύναμη.
Πέρναγαν οι ώρες κι όλο αυτό
γινότανε ξανά και ξανά. Χτυπούσε ο ένας με το σπαθί αποκρινόταν ο άλλος με το
πελέκι: «Τσακ! Τσακ! Τσακ! Τσακ!» απλωνόταν η φασαρία στον αέρα, έφτυναν
βρισιές ο ένας του αλλουνού και τα μάτια τους πέταγαν φωτιές! Κι όσο κύλαγε η
ώρα γιόμιζαν πληγές τα δυο θεριά κι ο ίδρος τους ζυμωνόταν με τη σκόνη της
μάχης και το αίμα τους. Μα δεν έπεφτε κανένας! Οι ασπίδες τους γίνανε κομμάτια,
οι λάμες στόμωσαν απ’ τα χτυπήματα, αίματα έτρεχαν πάνω στα μούτρα τους κι απ’
τα κορμιά τους. Μα στέκονταν κι οι δυο σαν τα δεντρά που τα χτυπά με λύσσα ο
αέρας, τα γυμνώνει απ’ τα φύλλα ο βοριάς μα κείνα δεν πέφτουν, σαν τα βράχια
που πάνω τους σπάνε κύματα της θάλασσας μα κείνα πίσω δεν κάνουν, παρά μονάχα
στέκονται με πείσμα. Οι δυο άντρες χτυπούσαν μα δεν έπεφταν! Κι οι ώρες κύλαγαν
κι αυτοί πολεμούσαν χωρίς σταματημό! Οι δυο πολεμιστάδες στο τέλος της μέρας βρέθηκαν
τώρα γονατισμένοι μέσα σε κούραση μεγάλη να στέκουν και να ακουμπούν πάνω τα
όπλα του ο καθένας. Οι ασπίδες είχαν γίνει κομμάτια από νωρίς, οι πανοπλίες
είχαν ολόγυρα σκορπίσει. Κανένας δεν έλεγε να πέσει, κανένας δεν ήθελε τα μάτια
του από κούραση να κλείσει.
Τότε ήταν που μίλησε κείνο το
θεριό που πολεμούσε κρατώντας το σπαθί. «Ένα σπαθί σαν τούτο δω, έχω δώσει παραγγελιά
να φτιάξουν και στο γιο μου, σαν μεγαλώσει, στο μέρος το δικό μου να σταθεί και να παίρνει τα κεφάλια των ανθρώπων σας!»
φώναξε δυνατά. Τον ακούει τότε ο άλλος που είχε το πελέκι και αποκρίνεται:
«Εμένα, η γυναίκα μου περιμένει το πρώτο μας παιδί και ανάβει για μένα κάθε
μέρα κερί στην εκκλησιά». Ακούει ο πρώτος και λέει: «Εμένα, σαν η γυναίκα μου
περίμενε το πρώτο μας παιδί, η μάνα της ακούμπαγε τα χέρια της πάνω στην κοιλιά
της γκαστρωμένης και έλεγε του παιδιού μας ιστορίες…» «Τι ιστορίες;» ρωτά
κείνος ο πολεμιστής με το πελέκι. «Θα
σου πω αυτή που θυμάμαι…» λέει ο πολεμιστής του σπαθιού και κίνησε να ιστορεί.
Σαν τέλειωσε μετά από κάμποση ώρα, μιλά ο άλλος και λέει: «Ωραία ιστορία! Εγώ
λοιπόν, είχα έναν παππού που μου έλεγε στα μικρά μου χρόνια δίπλα στο τζάκι
ιστορίες…» Ακούει εκείνος με το σπαθί και ρωτά: «Σαν τι ιστορίες;» «Να σου πω
μια!» αποκρίνεται ο πολεμιστής με το πελέκι. Και αρχίζει να του λέει την
ιστορία που θυμόταν. Όταν τέλειωσε λέει ξανά ο πολεμιστής του σπαθιού: «Εγώ
είχα μια θειά που ήταν του λόγου της μεγάλη παραμυθού! Σαν ξεκινούσε να λέει
παραμύθια εμείς ξεχνούσαμε την ώρα! Άκου μια ιστορία…» και άρχισε να λέει μια
καινούργια ιστορία. Σαν τέλειωσε, λέει τότε το θεριό με το πελέκι: «Καλή ήτανε!
Μα εγώ είχα ακούσει μιαν άλλη σαν κι αυτήν. Άκου το λοιπόν να μαθαίνεις: Μια φορά κι έναν καιρό..» και
κίνησε να λέει την ιστορία.
Έλεγε ο ένας ιστορίες που είχε
ακούσει, έλεγε ο άλλος ιστορίες που τον είχαν μεγαλώσει κι όλη η νύχτα έτσι
κύλησε, λέγοντας ιστορίες μεταξύ τους. Θες από την κάψα του πολέμου θες από το
ξενύχτι, δεν άντεξαν και κατά τα χαράματα τα μάτια τους σφάλισαν από την
κούραση και τα κορμιά τους χαλάρωσαν από τη ένταση της μάχης.
Το άλλο πρωί σαν πήγαν να τους
βρουν οι δυο στρατοί με τους βασιλιάδες τους καβάλα, αντίκρισαν τους πολεμιστάδες φαρδιούς πλατιούς, τον έναν
δίπλα στον άλλο πάνω στα όπλα τους να κοιμούνται. Τους έριξαν νερό στα μούτρα, τους σκούντησαν μέσα σε φωνές κι εκείνοι σηκώθηκαν αργά αργά. Κοίταξαν στα μάτια τους στρατηγούς τους που
περίμεναν απόκριση και τους βασιλιάδες που κοίταζαν όλο περιέργεια. Τους είπαν πως λοιπόν πως πήραν την απόφαση να γίνει ειρήνη κι ο
πόλεμος να σταματήσει μια για πάντα. Γιατί, είπαν, σαν ακούσεις τις ιστορίες
που έχει κάποιος άλλος άνθρωπος να σου πει, δεν μπορείς πια να τον μισήσεις,
δεν μπορείς πια να του κάνεις κακό…
Λένε πως από τότε οι ιστορίες λέγονται από στόμα σε στόμα για να μαλακώνουνε τα μέσα των ανθρώπων κι ακούγονται εκεί που πρέπει, για να χτίζονται γέφυρες και να περάσει μπροστάρισσα η ίδια η Ζωή, πατώντας πάνω στο κεφάλι του Θανάτου...
Σπαράγματα-πυρήνες μικροαφηγήσεων του Κρις Μπόστοκ μπορεί κάποιος να βρει να συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή μου:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου